Το σεξ μέσα στο σύγχρονο πολιτισμικό τοπίο, συζητιέται με αρνητικό πρόσημο. Την εποχή του ξεσπάσματος του #Metoo και της διαδικασίας για το άνοιγμα ή την απόκρυψη των φακέλων στην υπόθεση του Τζέφρι Επστιν όπου διαφαίνεται η σεξουαλική δραστηριότητα του Ντόναλντ Τραμπ τη δεκαετία του ’80 ως μέλος ενός κυκλώματος σωματεμπορίας ανηλίκων γυναικών μόνο η ποιοτική λογοτεχνία μπορεί να αναδείξει τη ριζοσπαστική δυναμική του. Αυτό δείχνουν νέα λογοτεχνικά έργα που προσδίδουν στο σεξ ιδιότητες προσδιορισμού της ταυτότητας, σωματικής απόλαυσης, επαφής με τον άλλον.

Κι ενώ οι νεότερες γενιές τα τελευταία χρόνια έχουν δηλώσει ότι επιδιώκουν να βλέπουν στις οθόνες τους περισσότερη πλατωνική φιλία και λιγότερο σεξ, οι αναγνωστικές ορέξεις φαίνεται να πηγαίνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, με μια ροπή στο ρομαντικό ανάγνωσμα. Και συγγραφείς όπως οι υποψήφιες του Women’s Prize δείχνουν νέους τρόπους για τη λειτουργία της επιθυμίας μέσα στις ζωές του σήμερα λέγοντας τι νέο συμβαίνει στο σεξ.

Σύμφωνα με τον “Guardian” μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι τον περασμένο μήνα η κριτική επιτροπή του αγγλικού βραβείου Women’s prize απένειμε το βραβείο μυθοπλασίας στην πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέα από την Ολλανδία Γιαέλ βαν ντερ Βάουντεν για το “The Safekeep” (στα ελληνικά από το Μεταίχμιο με τίτλο «Στο σπίτι της») και μόνο για τις σεξουαλικές αφηγήσεις του μυθιστορήματός της. Αλλά ανταποκρίθηκε σε ένα έργο που καταπιάνεται με τη σημερινή λογοτεχνική έξαρση γύρω από το σεξ το οποίο η Βαν ντερ Βάουντεν το τοποθετεί σε μία βαριά ιστορική συγκυρία κα με ξεχωριστή ευαισθησία. Πρόκειται για την ιστορία ενός βίαιου και ξαφνικού πάθους που μετατρέπεται σε ερωτική σχέση μεταξύ της Εύας, μιας εκτοπισμένης Εβραίας, και της Ιζαμπέλ, μιας μη Εβραίας που ασκεί άθελά της εξουσία πάνω της. Λόγω της σοβαρότητας της ιστορίας του, ορισμένοι κριτικοί αναρωτήθηκαν αν οι ερωτικές σκηνές είναι απαραίτητες. Η Βαν ντερ Βάουντεν επιμένει ότι η σύνθετη αίσθηση της ανάπτυξης των χαρακτήρων της δικαιολογεί τη σεξουαλική σαφήνεια. Αλλά έχει επίσης ξεκαθαρίσει σε συνεντεύξεις της ότι δεν χρειάζεται καμία δικαιολογία: «Τα κορίτσια αξίζουν να διασκεδάσουν. Αυτό ήταν το μάντρα μου κατά τη διάρκεια της συγγραφής: Αφήστε τα να διασκεδάσουν!»

Γυναικεία σεξουαλικότητα

Στη βραχεία λίστα του Women’s Prize συμμετείχαν επίσης η πληθωρική οδύσσεια της επιθυμίας της μέσης ηλικίας όπως την περιγράφει η Μιράντα  Τζουλάι στο “All Fours”. Καθώς και το “Fundamentally” της Νουσαϊμπάχ Γιούνις, μια έξυπνη περιγραφή του έργου μιας νεαρής ακαδημαϊκού στο πρόγραμμα του ΟΗΕ για απένταξη ατόμων από ριζοσπαστικές ομάδες, όπου αντιπαραβάλλει τον κόσμο της θρησκευτικής πολιτικής της Μέσης Ανατολής με την ενδόμυχη απόλαυση της γυναικείας σεξουαλικότητας.

Στα πρόσφατα μυθιστορήματα των συγγραφέων Σάλι Ρούνεϊ, Τζεν Μπίγκιν, Κ. Πάτρικ και Ιμιρ Μακμπράιντ, παρατηρεί ο “Guardian”, συμβαίνουν απρόβλεπτες συγχωνεύσεις δύο παρορμήσεων: Οι εραστές, που την ημέρα απασχολούνται ευλαβικά με ζητήματα ταυτότητας, ανακαλύπτουν ότι στο κρεβάτι μπορούν να υπερβούν τον εαυτό τους, ξεπερνώντας τις ταυτότητές τους. Στον ίδιο τόνο ισχυρών πορτρέτων λεσβιακού πόθου με πληθώρα ανατομικών λεπτομερειών όπως είναι το ύφος της Βαν ντερ Βάουντεν είναι και το “Big Swiss” της Τζεν Μπίγκιν και το “Mrs S” της Κ. Πάτρικ. Η αφηγήτρια στο “Mrs S” φοράει θωρακικό επίδεσμο κρύβοντας το στήθος της. Καθώς η ιστορία της διαδραματίζεται ανάμεσα στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, η πολιτική της ταυτότητα υποδηλώνεται σιωπηλά και το βιβλίο δεν θέτει ζητήματα τρανς ταυτότητας. Αντίθετα, ασχολείται με την απώλεια της ταυτότητας, καθώς η αφηγήτρια αισθάνεται τον εαυτό της να αναδιαμορφώνεται ως το «Εσύ» που γίνεται στο στόμα της ερωμένης της:  «Δεν έχω όνομα. Δεν είναι πολύ καλύτερο, να μην έχεις όνομα και να πέφτεις κατευθείαν από τα σύννεφα;».

Η συγγραφέας Λάρα Φάιγκελ επισημαίνει στον “Guardian” ότι οι δυνατότητες παράδοσης και διάλυσης του εαυτού και της απώλειας ελέγχου του απασχόλησαν τους συγγραφείς της ερωτικής λογοτεχνίας των αρχών του 20ου αιώνα, όταν το σεξ έγινε για πρώτη φορά αναπαραστάσιμο στα μυθιστορήματα. Ηταν τότε που ο «Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι» του Ντ. Χ. Λόρενς, στοιχημάτιζε τη λύτρωση της ανθρωπότητας με τη σεξουαλική μεταμόρφωση. Στη συνέχεια εμφανίστηκαν τα έργα του Χένρι Μίλλερ, της Αναΐς Νιν και του Ζορζ Μπατάιγ μιλώντας όλοι τους για την αποστροφή και το σπάσιμο των ταμπού.

Πορνογραφική γραφή

Πολλά χρόνια αργότερα, το 1967, η Σούζαν Σόνταγκ έγραψε το “The Pornographic Imagination”, ένα δοκίμιο που υπερασπιζόταν συγγραφείς όπως τον Μπατάιγ από τη σεμνοτυφία και προσπαθούσε να κατατάξει ως λογοτεχνικό είδος την πορνογραφική γραφή, ακόμη και όταν υπερέβαινε τον ρεαλισμό. Η Αντζελα Κάρτερ συνέχισε πάνω στις ιδέες της Σόνταγκ στη μελέτη της «Η σαδική γυναίκα» (1978), επιχειρηματολογώντας ενάντια στις φεμινίστριες που ενδιαφέρονται να θέσουν εκτός νόμου το πορνό και προβάλλοντας την υπόθεση του «ηθικού πορνογράφου». Ενός καλλιτέχνη που «χρησιμοποιεί πορνογραφικό υλικό ως μέρος της αποδοχής της λογικής ενός κόσμου απόλυτης σεξουαλικής ελευθερίας για όλα τα φύλα». Η Σόνταγκ και η Κάρτερ κατάλαβαν ότι η δύναμη του σεξ βρίσκεται στο καθολικό άνοιγμα του εαυτού στην ετερότητα. Οτι, αφού ετερότητα και καινοτομία συμβαδίζουν, η σπουδαία λογοτεχνία για το σπουδαίο σεξ έχει πάντα ριζοσπαστικές δυνατότητες. Οι παράμετροι που έθεσαν εξακολουθούν να καθορίζουν τις καλύτερες δυνατότητες του τι μπορεί να είναι η γραφή γύρω από το σεξ. Αν και στο μεταξύ εμφανίστηκαν πολλοί άνδρες συγγραφείς – από τον Φίλιπ Ροθ έως τον Μισέλ Ουελεμπέκ να ισχυριστούν ότι η ανδρική επιθυμία εξακολουθεί να είναι συναρπαστική.