Επιβεβλημένος για λόγους ασφαλείας από το 2006, στο μαύρο φόντο των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001 στις ΗΠΑ, ο κανόνας είναι πια γνωστός για τα αεροπορικά ταξίδια: υγρά ή τζελ στις χειραποσκευές επιτρέπονται μόνο σε δοχεία χωρητικότητας έως 100 ml έκαστο και όλα μαζί τοποθετημένα σε επανασφραγιζόμενη πλαστική σακούλα, μέγιστης χωρητικότητας ενός λίτρου. Και γιατί ακριβώς 100 ml; Επειδή κάτω από αυτό το όριο δεν θα ήταν δυνατή η συναρμολόγηση εκρηκτικών στο αεροσκάφος.

Τούτων λεχθέντων, οι περιορισμοί αυτοί μπορεί σύντομα να αρθούν υπό προϋποθέσεις και εν αναμονή – ίσως και σήμερα – της έγκρισης της ΕΕ, τουλάχιστον σε όσα αεροδρόμια έχουν υιοθετηθεί πολύ εξελιγμένα και ακριβά συστήματα ελέγχου μετά και την πανδημία COVID-19, σύμφωνα με ρεπορτάζ της ιταλικής εφημερίδας “Reppublica”.

«Με την ολοκλήρωση των τεχνικών ελέγχων, ίσως ήδη από την Παρασκευή 25 Ιουλίου, η Ευρωπαϊκή Διάσκεψη Πολιτικής Αεροπορίας (ECAC) θα δώσει το πράσινο φως στον ενημερωμένο αλγόριθμο των συσκευών Hi-Scan 6040 CTiX, που κατασκευάζονται από την εταιρεία Smiths Detection» γράφει η ιταλική εφημερίδα επικαλούμενη πηγές. Ετσι τα υγρά θα μπορούσαν να επιστρέψουν σύντομα στις χειραποσκευές χωρίς περιορισμούς και ελέγχους στην πύλη του αεροδρομίου και πριν από την επιβίβαση.

«Χάρη σε ένα λογισμικό που αναγνωρίζει άμεσα εκρηκτικά και εμφανίζει τρισδιάστατες εικόνες υψηλής ανάλυσης των αποσκευών σας, εγκεκριμένο από τον τεχνικό φορέα της ECAC», εξηγεί το δημοσίευμα, «δεν θα χρειάζεται πλέον να βγάζετε τις ηλεκτρονικές σας συσκευές και μπορείτε ακόμη και να μεταφέρετε μπουκάλια λαδιού, κρασιού και μπίρας, καθώς και κρέμες και τζελ άνω των 100 ml».

Η χρήση αυτών των σαρωτών τελευταίας γενιάς είχε ανασταλεί αιφνιδιαστικά και προληπτικά πριν από σχεδόν έναν χρόνο για τεχνικούς ελέγχους. Τον Μάιο του περασμένου έτους η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εισήγαγε περιορισμούς στα υγρά μόνο στο μοντέλο Hi-Scan 6040 CTiX, εξισώνοντάς το με τα παλιά μηχανήματα, έπειτα από ορισμένες τεχνικές αναφορές – «από τους Αμερικανούς, εξηγούν οι πηγές» γράφει η “Reppublica” –, βάσει των οποίων τα μηχανήματα δεν εγγυόνταν αξιόπιστη ανίχνευση. Την 1η Σεπτεμβρίου 2024, οι περιορισμοί επεκτάθηκαν σε όλα τα άλλα σύγχρονα μοντέλα, με μοναδική εξαίρεση μεταφοράς στις χειραποσκευές τους φορητούς υπολογιστές και τα tablets. Οι Βρυξέλλες ζήτησαν εν τω μεταξύ από την ECAC νέες δοκιμές, ενώ η κατασκευάστρια εταιρεία ενημέρωσε τον αλγόριθμό της.

«Αυτό προκάλεσε αρκετές δυσκολίες, ακόμη και οργανωτικές, στα σημεία ελέγχου ασφαλείας των αεροδρομίων» όπου είχαν εγκατασταθεί οι εν λόγω σαρωτές «στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Ιρλανδία, τη Λιθουανία, τη Μάλτα, την Ολλανδία και τη Σουηδία», αναφέρει το δημοσίευμα, «και εξόργισε τους οργανισμούς που εκπροσωπούν τις εταιρείες διαχείρισης αεροδρομίων, όπως η Aci Europe και η Assaeroporti». Πολλώ δε μάλλον όταν οι σαρωτές τελευταίας γενιάς κοστίζουν κατά μέσο όρο οκτώ φορές περισσότερο από εκείνους της παλαιάς γενιάς και τα έξοδα συντήρησης είναι τέσσερις φορές υψηλότερα.

Αλλά το προσεχές διάστημα τα ίδια μηχανήματα θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ξανά στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους, σύμφωνα με τη “Reppublica”. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από τις φορητές συσκευές (tablets, φορητούς υπολογιστές, smartphones) θα επιτρέπονται και υγρά στις χειραποσκευές χωρίς πλέον συμμόρφωση με το όριο των 100 ml.

Αν και το ακριβές χρονοδιάγραμμα παραμένει ασαφές, τονίζει η ιταλική εφημερίδα, η απόφαση θα μπορούσε να ληφθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μεταξύ τέλους Ιουλίου και αρχών Αυγούστου, κατόπιν τεχνικών επαληθεύσεων και έγκρισης του ενημερωμένου αλγoρίθμου από την ECAC. Αυτό θα σημαίνει επιστροφή σε ταχύτερους ελέγχους και λιγότερους περιορισμούς. «Αλλά μόνο στα αεροδρόμια που διαθέτουν τη λεγόμενη έξυπνη ασφάλεια» διευκρινίζει. «Στα υπόλοιπα δεν θα αλλάξει τίποτα».