Οι σκηνές οξείας αντιπαράθεσης που εκτυλίχθηκαν τις τελευταίες ημέρες στη Βουλή – με κορύφωση, αφενός, την παραπομπή αρχηγού κόμματος στην Επιτροπή Δεοντολογίας και, αφετέρου, τον χυδαίο χαρακτηρισμό της κατά τη διάρκεια των κοινοβουλευτικών εργασιών – επαναφέρουν επιτακτικά το ερώτημα μέχρι πού εκτείνεται ο συνταγματικά κατοχυρωμένος χώρος ελεύθερης έκφρασης των βουλευτών.
Hδη με την εμβληματική απόφαση Castells κατά Ισπανίας (1992) το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) τόνισε ότι η ομιλία των εκλεγμένων αντιπροσώπων στο κοινοβούλιο αποτελεί κατεξοχήν πολιτικό λόγο. Κάθε παρέμβαση, επομένως, αξιολογείται υπό το πρίσμα της ιδιαιτέρως υψηλής προστασίας που απολαμβάνει ο πολιτικός λόγος, ακριβώς διότι το κοινοβουλευτικό βήμα είναι ένα θεμελιώδους σημασίας forum δημοκρατικού διαλόγου.
Η αυξημένη αυτή προστασία, ωστόσο, δεν αποτελεί προνόμιο των βουλευτών. Υπηρετεί τη λειτουργική αποστολή του Σώματος. Στην απόφαση Karácsony και άλλοι κατά Ουγγαρίας (2016, Ολομέλεια), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι ασυλίες προστατεύουν την απρόσκοπτη άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου συνολικά, όχι την ανεξέλεγκτη ρητορική μεμονωμένων προσώπων. Το εύρος του επιτρεπτού αντιλόγου παραμένει ευρύ, πλην όμως οριοθετείται από τους κανόνες του Συντάγματος και του Κανονισμού των κοινοβουλευτικών σωμάτων, που διασφαλίζουν ότι η έντονη πολιτική σύγκρουση δεν εκτρέπεται σε παρακώλυση των κοινοβουλευτικών εργασιών. Η βουλευτική ασυλία αποκλείει ποινική ή αστική ευθύνη, όχι όμως τις ενδοκοινοβουλευτικές κυρώσεις.
Καταλυτική για την αξιολόγηση της νομιμότητας του κοινοβουλευτικού λόγου είναι η διάκριση μεταξύ περιεχομένου και εξωτερικών όρων της έκφρασης. Το περιεχόμενο περιορίζεται μόνο κατ’ εξαίρεση, ιδίως όταν απαιτείται να αποτραπούν προτροπές σε βία ή ρητορική μίσους, καθώς και όταν ο λόγος εκτρέπεται σε ωμά σεξιστικά ή ευτελή υβριστικά λεκτικά σχήματα. Αντιθέτως, οι κανόνες σχετικά με τον χρόνο (π.χ. όριο διάρκειας ομιλίας), τον τόπο (π.χ. απαγόρευση κατάληψης του βήματος) ή τον τρόπο (π.χ. απαγόρευση χρήσης πανό) ανάγονται στην ανάγκη διασφάλισης της κοινοβουλευτικής ευταξίας και αφήνονται, σε μεγάλο βαθμό, στη ρυθμιστική αρμοδιότητα του ίδιου του Κοινοβουλίου.
Ταυτόχρονα, η ευρύτητα αυτή υπόκειται σε αυστηρούς εγγυητικούς κανόνες, διότι το κριτήριο της αναλογικότητας εδράζεται κυρίως στις διαδικαστικές διασφαλίσεις που προηγούνται ή ακολουθούν ένα μέτρο περιορισμού. Aμεσες κυρώσεις, όπως αποβολή από την αίθουσα ή προσωρινή στέρηση λόγου, επιτρέπονται μόνο ύστερα από ρητή προειδοποίηση, εκτός αν η συμπεριφορά είναι τόσο καταχρηστική ώστε αυτή θα ήταν μάταιη. Εκ των υστέρων ποινές (ex post facto) – πρόστιμα, παραπομπή σε επιτροπή – προϋποθέτουν δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, ώστε να είναι εφικτός ο δημόσιος έλεγχος.
Η πρακτική σημασία των παραπάνω φάνηκε στην υπόθεση Karácsony: επτά oύγγροι βουλευτές ανήρτησαν πανό και χρησιμοποίησαν φορητό μεγάφωνο στη διάρκεια ψηφοφορίας, με αποτέλεσμα να τους επιβληθούν χρηματικά πρόστιμα. Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι οι κυρώσεις αφορούσαν τον τρόπο, άρα ένα εν γένει επιτρεπτό πεδίο περιορισμού. Ωστόσο, έκρινε ότι παραβιάστηκε η ελευθερία του κοινοβουλευτικού λόγου, επειδή οι βουλευτές δεν είχαν τύχει ακρόασης πριν από την επιβολή τους, ούτε τους παρέχονταν μηχανισμοί ελέγχου της αναλογικότητας.
Οι πρόσφατες ελληνικές εντάσεις αποτελούν, έτσι, δοκιμασία θεσμικής ωριμότητας: το ζητούμενο δεν είναι να εκμηδενιστεί η διαλεκτική που υποφώσκει στη ζωηρή πολιτική αντιπαράθεση, αλλά να διασφαλιστεί ότι τυχόν κυρώσεις θεμελιώνονται σε σαφείς κανόνες αναφορικά με τον χρόνο, τόπο και τρόπο της έκφρασης και συνοδεύονται από πλήρεις διαδικαστικές εγγυήσεις. Η ένταση είναι το οξυγόνο της Βουλής· η θεσμική τάξη είναι το φίλτρο του· χωρίς το ένα πνίγεται, χωρίς το άλλο αναφλέγεται.







