Κανείς δεν μπορεί να είναι δικαστής στις δικές του υποθέσεις: nemo iudex in causa sua. Η θεμελιώδης αυτή αρχή δικαιοσύνης μάς έρχεται από το ρωμαϊκό δίκαιο, παραμένει όμως ισχυρή επιταγή και στο σύγχρονο δίκαιο, και μάλιστα υπερβαίνει το θετό δίκαιο, συνιστώντας μια ύψιστη ηθική και πολιτική δέσμευση. Μας λέει, κατ’ ουσίαν, ότι κανείς δεν μπορεί να κρίνει μια υπόθεση στην οποία ο ίδιος έχει συμφέρον.
Δυστυχώς, τη μεγάλη αξία της αρχής αυτής για το κράτος δικαίου και την ομαλή δημοκρατική λειτουργία δεν αντιλαμβάνεται η κυβερνητική πλειοψηφία και ιδίως κορυφαία κυβερνητικά στελέχη. Πλέον, έφτασαν να δηλώνουν απερίφραστα ότι ως προς το αν θα προχωρήσει ή όχι η διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών υπουργών για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ τον αποκλειστικό και τελικό λόγο έχει η κυβερνητική πλειοψηφία: «Τι αποφάσισε η ΝΔ; Οτι δεν θέλει να ελεγχθούν. Τέλος». Λήξη της συζήτησης. Με ωμό πολιτικό κυνισμό και έκδηλη αλαζονεία εκπέμπεται ένα σαφές μήνυμα: εφόσον η κυβερνητική πλειοψηφία δεν το επιθυμεί, δεν προχωρεί καμία διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών υπουργών. Και το τονίζω: δεν εμποδίζεται εδώ κάποια καταδίκη, αλλά ήδη η διερεύνηση τυχόν ευθυνών. Η ίδια η κυβερνητική εξουσία αποφασίζει και κρίνει ότι δεν ελέγχεται, καθίσταται η ίδια, ανερυθρίαστα, δικαστής των δικών της υποθέσεων.
Τα ευρωπαϊκά όργανα και ιδίως η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα μείνουν ακόμη με την εύλογη απορία για το προκλητικό καθεστώς υπουργικής ασυλίας που καθιερώνει το άρθ. 86 Συντ. και τον τρόπο με τον οποίο οχυρώνονται πίσω από αυτό κορυφαία κυβερνητικά στελέχη. Μετά τις υποκλοπές, τα Τέμπη και τη διαβόητη Σύμβαση 717, το διεθνές κύρος της χώρας υφίσταται τώρα ένα ακόμη σοβαρό πλήγμα. Αλλά αυτό φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρει και πολύ μια κατά δήλωση «φιλελεύθερη», «φιλευρωπαϊκή» κυβέρνηση. Οι δικαστικές πιέσεις ή οι πιέσεις για το κράτος δικαίου και τις θεσμικές δυσλειτουργίες στη χώρα είναι οχληρές και επιστρεπτέες. Εξάλλου, ο αντιπρόεδρος της ΝΔ είχε ήδη πριν από έναν χρόνο επιτεθεί δριμύτατα στην ευρωπαία εισαγγελέα Κοβέσι, χρησιμοποιώντας μάλιστα μια εμβληματικά αντιμνημονιακή ρητορική (μιλούσε, συγκεκριμένα, για ευρωπαίους «κομισάριους», «δερβέναγες», «αποικιοκρατικές δυνάμεις»).
Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια έχει απλωθεί ένα επικίνδυνο φάσμα ανέλεγκτου και ατιμωρησίας για την κυβερνητική εξουσία στη χώρα. Μια εξουσία που μεταχειρίζεται τους θεσμούς με τρόπο απαξιωτικό και εργαλειακό.
Αίφνης, τώρα, μάλιστα, το «μοντέλο Τριαντόπουλου» εγκαταλείπεται. Αυτό που, στο πλαίσιο του άρθ. 86 Συντ., ήταν «τυπικό στάδιο» στην περίπτωση Τριαντόπουλου γίνεται τώρα μείζων εγγύηση υπέρ του ύποπτου τέλεσης αδικημάτων υπουργού. Ενώ, πριν από μερικούς μήνες, για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής αρκούσε απλώς η σχετική πρόταση να μην είναι «προδήλως αβάσιμη», σήμερα η κυβέρνηση θέτει ψηλά τον πήχη – μολονότι έχει κατατεθεί στη Βουλή μια ογκώδης δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Θεσμικό βέρτιγκο.
Τα παραπάνω συνηγορούν, ασφαλώς, υπέρ της ανάγκης μιας εκ βάθρων αναθεώρησης του άρθ. 86 για την ποινική ευθύνη των υπουργών. Μέχρι να συμβεί αυτό, ωστόσο, η θεμελιώδης αρχή «ουδείς δικαστής στις δικές του υποθέσεις» θα έπρεπε να δεσμεύει τα κυβερνητικά στελέχη, πάνω και πέρα από το άρθ. 86. Σε επίπεδο ηθικής και δημοκρατικής συνείδησης.
Και στο πλαίσιο αυτό, καλό είναι οι κυβερνώντες να μη λησμονούν, μέσα στην υπεροψία της τωρινής τους κατίσχυσης, ότι η ωμή ισχύς δεν παράγει ηθική ορθότητα (might does not make right). Η θεσμική μνήμη και η Ιστορία θα καταγράψουν τα βαριά θεσμικά τους ατοπήματα και θα ορίσουν τις πραγματικές διαστάσεις της πολιτικής τους παρακαταθήκης.







