Από όλες τις αλλαγές που θα επέφερε η δεύτερη θητεία Τραμπ στη διεθνή πολιτική, ο γρήγορος τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία φαινόταν η πιο ριζοσπαστική όσο και η πιο βέβαιη. Ο επανακάμψας πρόεδρος δεν είχε απλά ένα ένστικτο προσέγγισης με τη Ρωσία, αλλά πρόθεση και σχέδιο. Ακόμα και το κατεστημένο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, κατεξοχήν αντιρωσικό και φιλοπόλεμο υπό κανονικές συνθήκες, είχε αποδεχτεί ότι η απεμπλοκή από την Ουκρανία ήταν κεντρική απαίτηση του τραμπικού κινήματος που δεν γινόταν να μην ικανοποιηθεί.

Κι όμως, έξι μήνες μετά την ορκωμοσία του Τραμπ ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται χωρίς λύση στον ορίζοντα. Και αυτό παρά τις συνεχείς προσπάθειές του να φέρει τον Βλαντίμιρ Πούτιν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αποδεχόμενος εκ των προτέρων το σύνολο των ρωσικών αξιώσεων. Αντ’ αυτού, πλέον ο Τραμπ φαίνεται να παραδέχεται όχι μόνο ότι ο πόλεμος δεν μπορεί να τερματιστεί, αλλά και ότι οι ΗΠΑ πρέπει να διατηρήσουν κάποια στήριξη στην Ουκρανία, αν μη τι άλλο για να προστατεύσουν το κύρος τους.

Το μεγάλο αίνιγμα εδώ είναι η στάση του Πούτιν. Κόντρα στις προβλέψεις τόσο των εχθρών όσο και των θαυμαστών του στη Δύση, ο ρώσος πρόεδρος κάθε άλλο παρά είδε την προσφορά του Τραμπ ως μια χρυσή ευκαιρία εξόδου από τον πόλεμο. Εχει ακόμα τη φαντασίωση ότι η Ουκρανία θα καταρρεύσει, όπως πίστευε στις πρώτες ώρες της εισβολής τον Φεβρουάριο του 2022; Είναι αιχμάλωτος της επίπλαστης οικονομικής ανάπτυξης που έχει φέρει η υπερθέρμανση της πολεμικής προσπάθειας και φοβάται την ύφεση μόλις τελειώσει ο πόλεμος; Τρέμει την επιστροφή χιλιάδων δυσαρεστημένων και ίσως ριζοσπαστικοποιημένων στρατιωτών; Ή μήπως θυμάται ότι ο τερματισμός της σοβιετικής εμπλοκής στο Αφγανιστάν το 1989 όχι μόνο δεν ανακούφισε το καθεστώς αλλά επιτάχυνε την κατάρρευσή του;

Η πιθανότερη εξήγηση είναι ένας συνδυασμός των εμμονών του Πούτιν και της διαπίστωσης ότι η όποια συνθήκη ειρήνης, ακόμα και με μεγάλα εδαφικά κέρδη για αυτήν, θα έχει ως αποτέλεσμα αυτό που η Ρωσία εξαρχής ήθελε να αποτρέψει: τη δημιουργία ενός ουκρανικού κράτους πλήρως ενταγμένου στη Δύση. Μάλιστα η Ρωσία μοιάζει τραγικά παγιδευμένη: όσο περισσότερα εδάφη και πληθυσμό αποκόψει από την Ουκρανία, τόσο πιο συνεκτική ιδεολογικά και εθνικά και τόσο πιο διαχειρίσιμη για τη Δύση κάνει τη «μικρή» Ουκρανία που θα προκύψει. Μια Ουκρανία πάνοπλη και μπαρουτοκαπνισμένη, φανατικά αντιρωσική και ενδεχομένως μέλος της ΕΕ θα ήταν για τη Μόσχα ίσως και μεγαλύτερος κίνδυνος από μια ολόκληρη Ουκρανία συνδεδεμένη με το ΝΑΤΟ, που ήταν ο αρχικός λόγος της εισβολής. Η συνέχιση του πολέμου είναι μάλλον η λιγότερο κακή επιλογή για όλους τους κύριους δρώντες. Για το καθεστώς Ζελένσκι, του οποίου η νομιμοποίηση είναι πλήρως συνδεδεμένη με τον πολεμικό αγώνα, για τη Ρωσία που δεν μπορεί να ανεχτεί μια ανεξάρτητη και δυτικόφιλη Ουκρανία, και τις ΗΠΑ όπου το μεν κατεστημένο απεύχεται νίκη της Ρωσίας, ο δε Τραμπ μπορεί απλά να πάψει να ασχολείται με το θέμα. Είναι ένα «σενάριο Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου», όπου η στασιμότητα στο πολεμικό πεδίο μπορεί να ανατραπεί μόνο από την αναπάντεχη εσωτερική πολιτική κατάρρευση ενός εκ των αντιπάλων. Το αν και πότε αυτό θα συμβεί όμως είναι αδύνατο να προβλεφθεί. Μπορεί να είναι σε μήνες από τώρα, μπορεί σε χρόνια, όπως ο πόλεμος Ιράκ – Ιράν τη δεκαετία του ’80 ή Αιθιοπίας – Ερυθραίας τη δεκαετία του ’90.

Στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες υπήρχε αρχικά ο φόβος μιας ειρήνης που θα επέβαλλαν από κοινού Ουάσιγκτον και Μόσχα εις βάρος της Ουκρανίας. Την ανακούφιση για τη διαφαινόμενη μεταστροφή Τραμπ τις τελευταίες ημέρες όμως οφείλει να διαδεχτεί ο προβληματισμός για το πώς θα πορευτεί η Ευρώπη στην σκιά ενός αέναου πολέμου.

Ο Αγγελος Χρυσόγελος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University