Στην Κρήτη κάποιοι καλλιεργούσαν εκτάσεις χασισόδεντρων και γι’ αυτό έπαιρναν πλουσιοπάροχες επιδοτήσεις μέσω του ΟΠΕΚΕΠΕ – στης μαστούρας τον σκοπό. Αλλοι τα άρπαζαν για βοσκοτόπια του ουρανού και της θάλασσας και για φανταστικά κοπάδια που έβοσκαν το τετράφυλλο τριφύλλι στα περίχωρα της Ουτοπίας. Κι όλο αυτό το τόσο ποιητικό ήρθαν κάποιοι να μας το χαλάσουν αποκαλύπτοντας το σκάνδαλο, υποτίθεται, της καταλήστευσης των ευρωπαϊκών χρημάτων.
Γιατί, μήπως και δεν τα ξέραμε, τόσα χρόνια; Από την ένδοξη εποχή των πράσινων επιδοτήσεων και της ΚΥΔΕΠ, από τις ηρωικές νύχτες των σκυλάδικων της Πτολεμαΐδας και της Λάρισας, από την εποχή των πακέτων που γίνονταν επαρχιακά τζιπ και κιτς βίλες στα περίχωρα των ποιμένων. Από τη λαμπρή φάση της λεηλασίας των κονδυλίων υπέρ του σοσιαλισμού κάποιου τρακτεροκουδουνόβλαχου και στελεχών της αναδιανομής ξένων χρημάτων, το ξέρουμε καλά και το έχουμε εμπεδώσει. Μαζί τα φάγανε, μαζί τα φάγαμε. Γι’ αυτό και έχει ήδη επέλθει κάποιου είδους μιθριδατισμός στο εκκλησίασμα, γι’ αυτό και ο κόσμος δεν εκπλήσσεται με ό,τι μαθαίνει, αφού ήδη το ήξερε καλά και σχεδόν το είχε περίπου νομίμως αποδεχτεί, ως υπερβατό λάθος. Ετσι είναι και δεν θα αλλάξει τίποτα, κι άσε τους αγρότες να αρπάζουν καμιά επιδότηση για να συνεχίζουν να σπέρνουν γκαρμπολάχανα και να κάνουνε σούζες με τα τρακτέρια. Διότι άμα φύγουνε κι αυτοί από την επαρχία και ‘ρθούνε στις πόλεις να γίνουνε δημόσιοι υπάλληλοι, τι θα έχουμε να φάμε εμείς οι ανίκανοι ψευδοαστοί; Με αρνάκι Βουλγαρίας και πράσο Αργεντινής γίνεται τζαρές;
Οπότε λέγαμε, σιωπηρά, από μέσα μας: άσε τους να αρπάζουνε καμιά επιδότηση από τα ευρωπαϊκά κορόιδα και να κάνουνε τη βρώμικη δουλειά εκεί πάνω στα βοσκοτόπια και στις λοφοπλαγιές, να αρμέγουν τις κατσίκες και να καλπάζουν με τα γαϊδούρια, να σπέρνουνε στάρια και κριθάρια και να φυτεύουν κανένα μάνγκο εκτός τόπου. Διότι ποια σημασία έχουν ο τόπος και η περιοχή, όταν δουλεύει το σύστημα και οι αγορές κι όταν όλα τσουλάνε κανονικά και τα πεπόνια κατεβαίνουνε πλουσιοπάροχα στις πόλεις μέσα σε τεράστιες καρότσες – ενώ στην Ευρώπη για να φας ψιλή, διαφανή φέτα πεπόνι, τυλιγμένη μάλιστα σε σελοφάν, την πληρώνεις όσο και γαμήλιο δώρο απ’ τον Ζολώτα. Αρα;
Πώς νομίζετε, ρε κορόιδα, κατεβαίνουνε οι καρότσες με τις πάμφθηνες καρπουζάρες στις συνοικίες και από πού έρχονται οι κατσικίσιες παντσέτες, τα αρνίσια κεφαλάκια και τα κοκορέτσια που γεμίζουνε τα γυράδικα και τα φαγάδικα εν γένει των πόλεων, από πού προκύπτουν όλες αυτές οι ευωχίες και τα γούστα; Από τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους και τους πέριξ αυτών και στο κάτω κάτω τι μας νοιάζει εμάς αν κάποιοι τα αρπάζουν από την «Εγρώπη» (κατά Σκαρίμπα), αφού υπάρχει σταθερή ροή κρεάτων για τους φλώρους των πόλεων και τα καλομαθημένα των μεσοαστών, που θέλουνε κάθε βδομάδα ψαρονέφρι και μπριζόλες λαιμού και κόντρα φιλέτα για να μπορούνε να έχουν άποψη και πολλοί να αγαπούν, κατά τα άλλα, και τον Πούτιν;
Δεν είναι δίκαιο, θα πεις. Φυσικά και δεν είναι δίκαιο. Και ποιος μιλάει για δίκαια, εδώ μιλάμε για επιδοτήσεις. Κι όποιος άρπαξε, τον Κύριο είδε. Και βέβαια βγήκαν ήδη οι μεγάλοι υποκριτές και παριστάνουν τους έκπληκτους και τσουρομαδιούνται για το μεγάλο έγκλημα, το οποίο υπάρχει και συνεχίζεται εν Ελλάδι επί δεκαετίες και επί όλων των κυβερνήσεων. Απλώς, τώρα, κάποιοι, άσχετοι με την τίμια αγροτιά που τα έπαιρνε σε λογικές δόσεις, υπάλληλοι και διερχόμενοι, έμαθαν για το κόλπο και το παράκαναν και η ιστορία παραβρώμισε. Βρήκανε βοσκοτόπια μέσα σε λίμνες και κοπάδια του βυθού, επινόησαν ιπτάμενα κατσίκια και επουράνιες στρούγκες, ξεπέρασαν ακόμα και τη λογοτεχνία και την ποίηση, κι αυτό, από μια άποψη, είναι μια προσφορά στην εν τοις πράγμασι διεύρυνση της δημιουργικής φαντασίας.
Γι’ αυτό υπάρχει και μια ένδον, βαθύτερη, μη ομολογημένη επιείκεια στον κόσμο απέναντι στο φαινόμενο του ΟΠΕΚΕΠΕ, και γιατί επιπλέον ο ΟΠΕΚΕΠΕ είναι τρόπος ζωής εν Ελλάδι σε όλους, σχεδόν, τους τομείς, οπότε συμπάσχουμε όλοι, ως ομοαίματοι και ομόσταβλοι των φανταστικών ποιμνίων. Ως γείτονες των επινοημένων βοσκοτοπίων. Και γι’ αυτό δεν κινδυνεύει ο Μητσοτάκης απ΄ τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Διότι είναι συγγνωστό έγκλημα ευρύτατης συνενοχής και έμμεσης, σιωπηρής, πάνδημης, σχεδόν, αποδοχής, στο πλαίσιο μιας συγκατάβασης του στυλ έξεστι Κλαζομενίοις ασχημονείν.
Υπάρχει κάποια γενικευμένη, υποδόρια ιδιοτέλεια σε αυτή την ιστορία, που εκφράζεται ως ανοχή η οποία, όμως, για τα μάτια, πρέπει να τσιρίξει. Ο εκμαυλισμός έχει προχωρήσει πολύ βαθιά, στα όρια κάποιας ηθικής λευχαιμίας, αλλά η ηθική μας πόζα, αν όχι το ένστικτο της εθνικής αυτοσυντήρησης, μας επιβάλλει να καταραστούμε το έγκλημα, διότι αυτό είναι ορθό και διότι υπάρχουν περιορισμοί. Και διότι οτιδήποτε δεν έχει ηθική βάση, καταρρέει. Αυτή είναι η παντοτινή αλήθεια. Το πιο σωστό (από κυνική άποψη), όμως, είναι να κρατάς τη διαφθορά σε ένα λογικό επίπεδο, οπότε όλα να λειτουργούν, αλλά αν ο κάθε περαστικός μάθει το κόλπο και επινοεί μέχρι και κοπάδια στο Επέκεινα και βοσκοτόπια στη Μύκονο, ε, τότε, πλέον, εξεγείρεται το δημόσιο αίσθημα. Υπάρχουν και όρια, μεγάλε, υπάρχουν και όρια.







