Πώς γίνεται μια παράσταση που φέρει την απόλυτη σφραγίδα ενός σκηνοθέτη να αποδειχθεί τελικά μια παράσταση ηθοποιών;
Τι εννοώ: Ο Γερμανός Ούλριχ Ράσε (Ulrich Rasche, 1969), γνωστός στο ελληνικό κοινό από τον «Αγαμέμνονα» (Επίδαυρος, 2022), με γερμανικό θίασο, διαθέτει μια σαφή, ξεκάθαρη άποψη, μια σκηνοθετική φόρμα την οποία θέτει σε λειτουργία και επιβάλλει στους ηθοποιούς του. Ακολουθεί ένα αυστηρό τελετουργικό όπου ο ρυθμός υπακούει σε έναν συνδυασμό κίνησης, αναπνοής και εκφοράς του λόγου και απαιτεί μια ισότιμη ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα στοιχεία. Η ερμηνεία των ηθοποιών πηγάζει και βασίζεται στο μέτρο του σκηνοθέτη, με τη ζωντανή μουσική να καθορίζει το σκηνικό γεγονός, άρρηκτα συνδεδεμένη μαζί του.
Ωστόσο κάθε μέθοδος απαιτεί εξοικείωση, μια βιωμένη διαδικασία για να φτάσει – αν φτάσει – στο επιθυμητό αποτέλεσμα, την επικοινωνία με το κοινό. Στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, που άνοιξε τα Επιδαύρια στο τέλος του περασμένου Ιουνίου (27-29/6), ο Ράσε δούλεψε με μια ομάδα ηθοποιών την οποία επέλεξε μέσω ακροάσεων μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο. Και απέδειξε ότι δεν είχε την ευελιξία, ακολουθώντας το μοτίβο του, να μοιραστεί μαζί τους το όραμά του για την παράσταση. Γιατί ήταν σαφές ότι δεν «είδε» την απόσταση που τους χώριζε, και δεν έκανε καμία προσπάθεια να τη μειώσει.
Από την άλλη, πάνω στην πολλαπλώς περιστρεφόμενη σκηνή, ο θίασος, κι αυτό έγινε σαφές από την πρώτη εμφάνιση του Χορού (όπου παρέμεινε ως το τέλος, όπως και ο Κρέων), δούλεψε σκληρά, με αφοσίωση, σχεδόν με αυταπάρνηση, υπηρετώντας τη μέθοδο του σκηνοθέτη. Είτε πέτυχαν τον στόχο είτε όχι, δόθηκαν σε μια προσπάθεια που απαιτούσε την πλήρη ενσωμάτωσή τους στη σκηνοθετική οπτική, με τρόπο σχεδόν βιωματικό. Κι ας τους έλειπε η σχετική εμπειρία στη μέθοδο. Με στιγμές υψηλής σκηνικής αισθητικής, με μια ακριβέστατη κινησιολογία, πλήρως συντονισμένοι μεταξύ τους – κάτι που φάνηκε ιδιαίτερα στον ακούραστο Χορό, το έμψυχο υλικό της παράστασης εναρμονίστηκε στο ζητούμενο. Ακόμα και εις βάρος του αποτελέσματος. Το σοφόκλειο κείμενο, από το οποίο αφαιρέθηκαν σκηνές, πρόσωπα (Ισμήνη – Ευριδίκη) και χορικά, υποτάχθηκε όχι μόνο στη φόρμα αλλά κυρίως στην άποψη του Ράσε: να δώσει προβάδισμα στον Κρέοντα, εμφανίζοντάς τον ως πιστό υπηρέτη του νόμου – μια υγιής και σύγχρονη τοποθέτηση. Και το κατάφερε, όχι δίνοντας έμφαση στον λόγο και την παρουσία του, όσο «κόβοντας» τις σκηνές του με την Αντιγόνη, την αντιπαράθεσή τους – και νωρίτερα, τον αρχικό διάλογο Αντιγόνης – Ισμήνης.
Οι ερμηνείες
Ο Γιώργος Γάλλος – Κρέων είχε μια καθοριστική παρουσία. Πιο ανθρώπινος, σαν βγαλμένος από τον λαό, με καθοριστική παρουσία που κατάφερε, παρά την επιβεβλημένη μέθοδο, να ολοκληρώσει την ερμηνεία του με μια δυνατή υποκριτική στιγμή στο τέλος της τραγωδίας. Ο Θάνος Τοκάκης ξεχώρισε με τον Φύλακά του, καθώς χωρίς να βγει από το κάδρο, έδωσε δύναμη και ισχύ στον ήρωά του. Η Κόρα Καρβούνη αποτέλεσε μια Αντιγόνη που μέσα στην περιορισμένης διάρκειας παρουσία της προσπάθησε να υπερασπιστεί την ηρωίδα της. Δίπλα της ο Αίμων του Δημήτρη Καπουράνη δεν κατάφερε να ξεπεράσει τα σφιχτά όρια του σκηνοθέτη. Ωστόσο η σκηνή Αντιγόνης – Αίμονα, μετά τον θάνατό τους, διέθετε μια ενδιαφέρουσα συναισθηματική ένταση. Τέλος, ο Τειρεσίας της Φιλαρέτης Κομνηνού έδωσε τον τόνο: η ηθοποιός κατέθεσε μια συμπυκνωμένη και ουσιαστική ερμηνεία, με καθαρότητα και βαθύ αίσθημα, χωρίς να ξεφεύγει από το αυστηρό πλαίσιο του γερμανού σκηνοθέτη.







