Το 1982, όταν ορίζονταν οι ποσοστώσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η Ελλάδα αναζητούσε ένα προϊόν που να μην καλλιεργείται σε άλλη χώρα, ώστε να μεγιστοποιήσει την επιδότηση που θα εισέπραττε. Κάποιος είχε την ιδέα: βαμβάκι. Η χώρα παρήγε τότε 150.000 τόνους τον χρόνο, η μεγαλύτερη αν όχι η μόνη παραγωγός στην Ευρώπη. Κι έτσι από τη διαπραγμάτευση προέκυψαν δικαιώματα για 350.000 τόνους, που έγιναν 550.000 όταν εντάχθηκε και δεύτερη βαμβακοπαραγωγός χώρα, η Ισπανία, το 1986. Οι προθέσεις ήταν αγαθές. Αλλά τα αποτελέσματα όχι τόσο. Η γενναιόδωρη επιδότηση – τα δύο τρίτα της τιμής και χωρίς έγνοια για την ποιότητα ή για τον διεθνή ανταγωνισμό – έκανε το βαμβάκι από καλλιέργεια, επιδημία. Παραδοσιακές καλλιέργειες ξεριζώθηκαν για να μπει βαμβάκι μέχρι και στις γλάστρες. Κι έπειτα, αναπτύχθηκαν ευρεσιτεχνίες. Αλλοτε να βρέχεται το προϊόν πριν ζυγιστεί, άλλοτε να παραγεμίζονται οι σάκοι με πέτρες, με τους ελεγκτές να κάνουν πάντοτε τα στραβά μάτια. Και κάπως έτσι, η Ελλάδα βρέθηκε να δηλώνει το δεκαπλάσιο σχεδόν της αρχικής παραγωγής της – 1.200.000 τόνους!

Από το βαμβάκι του Θεσσαλικού Κάμπου, που αβγάταινε βρεγμένο, μέχρι τα αιγοπρόβατα της Κρήτης που πολλαπλασιάζονταν, σαν από θαύμα εν Κανά, υπάρχει πράγματι μια ευθεία γραμμή. Στα 40 και κάτι αυτά χρόνια, η ΚΑΠ αναθεωρήθηκε αρκετές φορές, άλλαξε στόχους και μεθόδους. Αλλά η ελληνική αντίληψη για αυτήν δεν άλλαξε. Ο στόχος ήταν πάντα η άμεση μεγιστοποίηση του εισοδήματος από ευρωπαϊκούς πόρους. Οσο γίνεται περισσότερα λεφτά, όσο γίνεται γρηγορότερα. Χωρίς έγνοια για το αύριο. Χωρίς στρατηγικό σχέδιο για την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Ελλάδας, χωρίς φροντίδα για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του αγροτικού τομέα, πολύ περισσότερο χωρίς έλεγχο και χωρίς έγνοια για την τήρηση των προϋποθέσεων με τις οποίες συναρτούσε η Ευρώπη την καταβολή των χρημάτων.

Κάπως έτσι, ενώ η Ελλάδα έχει εισπράξει περίπου ένα ΑΕΠ σε αγροτικές επιδοτήσεις, περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα αναλογικά, το αποτύπωμα αυτών των χρημάτων στην ελληνική αγροτική παραγωγή είναι δυσανάλογα μικρό. Η Ελλάδα είναι προτελευταία στην Ευρώπη (υπολείπεται μόνον η  Ρουμανία) σε εκπαίδευση των αγροτών της, με το 94% να έχει μηδενική εκπαίδευση. Είναι, επίσης, από τις τελευταίες σε προσέλκυση νέων αγροτών, σε επενδύσεις τεχνολογίας για τον εκσυγχρονισμό της αγροτικής παραγωγής ή για τη συμβατότητά της με την κλιματική βιωσιμότητα.

Το πράγμα πάει κάπως έτσι: Η Ευρώπη δίνει χρήματα για δικούς της λόγους. Αλλά η Ελλάδα διανέμει τα χρήματα αυτά με δικά της κριτήρια. Στην ελληνική πρακτική, οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις είναι, απλώς, εργαλεία αναπαραγωγής ενός προ-νεωτερικού τρόπου πολιτικής. Τα κόμματα εξουσίας ανανεώνουν τα πελατειακά τους δίκτυα με ευρωπαϊκούς πόρους. Κι όχι μόνον στον πρωτογενή τομέα, όχι μόνον με τις αγροτικές επιδοτήσεις.

Παράδειγμα, η Κρήτη του ΟΠΕΚΕΠΕ. Το 2015 η ΝΔ είχε πάρει στην Κρήτη 73.054 ψήφους. Το 2023 σχεδόν τους διπλασίασε: 135.363. Η άνοδος των ποσοστών της στο νησί υπερέβη τον εθνικό μέσο όρο. Αντίστοιχα, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία, τα δηλωμένα αιγοπρόβατα της Κρήτης που το 2015 ήταν 216.325, το 2021 άγγιξαν το 1.700.000.  Για να εκτοξευθούν στη συνέχεια, σε αρκετά εκατομμύρια. Με μια πρόχειρη πράξη προκύπτει ότι σε κάθε επιπλέον ψήφο αντιστοιχούσαν περίπου 23.000 επιπλέον ζώα, με την αντίστοιχη επιδότηση, μέχρι το 2021. Μετά η αναλογία ξέφυγε.

Η αριθμητική δεν εξηγεί την πολιτική, βέβαια. Οι εκλογικές επιδόσεις της ΝΔ στην Κρήτη δεν οφείλονται μόνον στον ΟΠΕΚΕΠΕ ή – αλλού – στον τρόπο που διανεμήθηκαν οι πρόσθετοι πόροι από τη δημοσιονομική χαλάρωση λόγω πανδημίας. Αλλά το θέμα δεν είναι το αποτέλεσμα. Είναι η μέθοδος. Είναι η διαιώνιση αυτού που πολλοί στην κυβέρνηση ονομάζουν «διαχρονικές παθογένειες». Το παράξενο είναι ότι τις παθογένειες αυτές τις επικαλούνται ως ελαφρυντικό, ως επιχείρημα που δικαιολογεί την πολιτική μας επιείκεια. Ενώ στ’ αλήθεια είναι επιβαρυντικό στοιχείο. Γιατί μπορεί να συγχωρήσει κανείς κάποιον που αιφνιδιάζεται από μια καινοφανή παθογένεια, για την οποία δεν ήταν προετοιμασμένος. Αλλά απέναντι στις «διαχρονικές», τι δικαιολογία έχει;