Στα ταραγμένα χρόνια της χρεοκοπίας, ένας σπουδαίος αμερικανός οικονομολόγος, που έπαιζε, για κάποιο διάστημα, κι έναν ρόλο συμβούλου των ελληνικών κυβερνήσεων, σε ένα πέρασμά του από την Αθήνα, βολιδοσκοπούσε μια μικρή παρέα συνομιλητών. «Ενα πράγμα δεν καταλαβαίνω», έλεγε. «Πώς γίνεται και η πλειοψηφία των Ελλήνων υποστηρίζει τόσο πεισματικά την παραμονή στο ευρώ, παρότι γνωρίζετε ότι με ένα εθνικό νόμισμα η δημοσιονομική προσαρμογή θα ήταν πολύ λιγότερο επώδυνη;».

Η ερώτηση προκάλεσε μια συζήτηση που τραβούσε σε μάκρος και ανακάτευε οικονομία και Ιστορία, γεωπολιτική και εθνικά τραύματα, μέχρι που κάποιος την έκοψε με μια απάντηση που ισορροπούσε μεταξύ αστείου και σοβαρού: «Είναι απλό. Ξέρουμε καλά ποιους ψηφίζουμε για να μας κυβερνήσουν και δεν θέλουμε να μείνουμε μόνοι μαζί τους. Ελπίζουμε, λοιπόν, ότι οι Ευρωπαίοι θα τους συγκρατούν και θα ασκούν επάνω τους κάποιον έλεγχο, αφού εσωτερικά κανένας θεσμός δεν έχει τη δύναμη ή τη βούληση να ελέγξει ή να βάλει όρια στην εξουσία τους».

Η έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ενός θεσμού που μόλις συμπλήρωσε τέσσερα χρόνια ζωής, για τον εν πολλαίς αμαρτίαις ΟΠΕΚΕΠΕ, μοιάζει να δικαιώνει εκείνο το παλιό καλαμπούρι. Γιατί όλοι, νομίζω, έχουμε την υποψία πως αν η έρευνα δεν εκκινούσε από την έδρα μιας επίμονης Ρουμάνας στο Λουξεμβούργο, αλλά από κάποιο εισαγγελικό γραφείο στην Αθήνα, θα είχε πέσει, από τα πρώτα της βήματα, σε έναν τοίχο στεγανής, διακομματικής ομερτά και αφόρητων πολιτικών πιέσεων και θα είχε, μάλλον άδοξα, καταθέσει τα όπλα. Είναι, απλά, μια υποψία. Μα είναι μια δηλητηριώδης για το κόμμα που κυβερνά, και γενικά για το πολιτικό σύστημα, υποψία.

Αυτή είναι η μία όψη του πολιτικού προβλήματος που οι αποκαλύψεις για τις αγροτικές επιδοτήσεις περιγράφουν. Η άλλη του όψη είναι ότι το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ επικοινωνεί μέσα από ένα υπόγειο κανάλι με το τραύμα των Τεμπών και συνδυάζεται μαζί του, ως μια μεγάλη διάψευση. Τη διάψευση της υπόσχεσης πως η δοκιμασία της χρεοκοπίας μας άλλαξε. Πως αφήνουμε πίσω μας – «ποτέ ξανά» – την προ-μνημονιακή Ελλάδα με τα πολυσυζητημένα κουσούρια της που, στην κοινή συνείδηση, καταγράφηκαν ως οι αιτίες της χρεοκοπίας. Και να που αποκαλύπτεται πως είναι ακόμη εδώ.

Η συζήτηση γυρίζει, λοιπόν, ξανά σε μια γνώριμη θεματολογία. Σε εκείνη την προβληματική περιοχή όπου το κράτος, η πολιτική και η οικονομία συναντιόνται. Και από τη συνάντησή τους γεννιόνται σκάνδαλα, τραγωδίες ή απλώς δυσλειτουργίες. Στην περίπτωση των Τεμπών είχαμε μια τριπλή αδυναμία του κράτους. Να επιβάλει σε έναν ιδιωτικοποιημένο φορέα, που προσέφερε κρίσιμη δημόσια υπηρεσία, κανόνες καλής λειτουργίας και ασφάλειας. Να εγγυηθεί την ανάθεση μιας σύμβασης εκσυγχρονισμού των υποδομών με κανόνες διαφάνειας και ανταγωνισμού και να εξασφαλίσει την έγκαιρη εκτέλεσή της. Και, επιπλέον, να ελέγξει στο εσωτερικό του την ορθολογική ροή ανθρώπων και διαδικασιών. Κάπως έτσι, βρέθηκε ένας ακατάλληλος σταθμάρχης, που πέρασε προφανώς από κάποια χαραμάδα πελατειακής εξυπηρέτησης, να διαχειρίζεται ένα προβληματικό, μισοδιαλυμένο σύστημα ένα μοιραίο βράδυ.

Στην περίπτωση του ΟΠΕΚΕΠΕ έχουμε την αδυναμία του κράτους να ελέγξει στο εσωτερικό του την ορθολογική ροή διαδικασιών και χρήματος. Μια έκτακτη ανάγκη, που υπηρετήθηκε με ανορθολογικό τρόπο σε συνθήκες κρίσης – η διαβόητη «τεχνική λύση», όπου για να μη χάσουν πραγματικοί αγρότες επιδοτήσεις, επειδή δεν ήταν καταγεγραμμένα τα βοσκοτόπια τους, εφευρέθηκαν εικονικά βοσκοτόπια κάπου αλλού – μετατράπηκε σε μόνιμη, πάγια πρακτική. Και πολύ γρήγορα σε μια βιομηχανία πελατειακής συναλλαγής, αθέμιτου πλουτισμού και ανταλλαγής του με ψήφους στην κάλπη.

Κι έτσι, επτά χρόνια από τότε που γιορτάσαμε την έξοδο από τα Μνημόνια, έξι χρόνια από την πολιτική αλλαγή που υποσχέθηκε ευρωπαϊκού τύπου «κανονικότητα», τριγυρίζουμε σε δρόμους παλιούς. Και ανασύρουμε παλιά αιτήματα. Μια μεταρρύθμιση που να προστατεύει αποτελεσματικότερα το πολιτικό σύστημα από τα ίδια του τα πελατειακά ένστικτα. Να δημιουργεί μια υγειονομική ζώνη προστασίας των λειτουργιών του κράτους από τη λαιμαργία της πολιτικής που αγωνιά για την αναπαραγωγή της. Και να κάνει την πολιτική συμβατή με τη μεταρρύθμιση του κράτους. Που δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από εκείνη την ξεχασμένη «μνημονιακή υποχρέωση» της απο-πολιτικοποίησής του. Ωστε, για παράδειγμα, να μην μπορεί να διορίζει ο αρμόδιος υπουργός τον διοικητή του ΟΠΕΚΕΠΕ κατά την αυθαίρετη κρίση του και, προπάντων, να μην μπορεί να τον απολύσει όταν εκείνος προσπαθεί να ελέγξει πελατειακές αμαρτίες.