Η Νέα Δημοκρατία «τίμησε» τα δέκα χρόνια από το δημοψήφισμα με ένα βίντεο στο οποίο πρωταγωνιστούν ο Αλέξης, ο Γιάνης και η Ζωή. Και μας λέει: «Δεν ξεχνάμε, δεν γυρίζουμε πίσω». Ναι, φυσικά και δεν ξεχνάμε. Οσο ζούμε θα το θυμόμαστε. Αλλά το «δεν γυρίζουμε πίσω» χρήζει διευκρίνισης. Δηλαδή πού ακριβώς δεν πρέπει να γυρίσουμε; Στο ανύπαρκτο; Εντάξει, κατά τα πρώτα τέσσερα χρόνια της ΝΔ στην κυβέρνηση το σκιάχτρο του ΣΥΡΙΖΑ προσέφερε τα μέγιστα. Τους άκουγες να δηλώνουν έτοιμοι για επιστροφή και παρατηρούσες τις τρίχες σου να σηκώνονται μία προς μία. Ομως τώρα τελείωσε αυτό. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαϋλώνεται, η Ζωή είναι για όσους διατηρούν περίεργο πολιτικό προσανατολισμό, ο Βαρουφάκης σχεδόν δεν υπάρχει και ο Αλέξης είναι ακόμα στη διαδικασία του rebranding.
Και εδώ που τα λέμε, αν τώρα ανακοίνωνε επιστροφή, θα άδειαζαν τα γραφεία στο Μαξίμου και θα έβγαιναν στον δρόμο να τον υποδεχθούν με βάγια στα χέρια. Αλλά, δυστυχώς για την κυβέρνηση (και τη χώρα), εκεί που υπήρχε αντίπαλος, τώρα στέκει μόνο ένα καθρέφτης. Και αυτό είναι το χειρότερο. Τι κάνεις όταν αυτός που σε απειλεί, εκείνος που σε υπονομεύει και σου ρουφάει το πολιτικό σου αίμα είναι ο ίδιος σου ο εαυτός; Ας ψάξουν τη λύση μόνοι τους.
Ωστόσο το πρόβλημα μεταφέρεται και στην ίδια την κοινωνία που έχει δύο τρόπους για να αντιδράσει. Ο ένας είναι να δώσει στήριξη σε αντισυστημικά καρτούν. Και ο άλλος να οδηγηθεί σε μία σιωπηρή παραίτηση, αναγνωρίζοντας την έλλειψη προοπτικής, υπογράφοντας ένα συμβιβασμό με τη μετριότητα, τη διαχειριστική καχεξία και τους αναχρονισμούς που παραμένουν επίκαιροι.
Αν η κυβέρνηση πορευτεί με τον ίδιο βηματισμό προς τις εκλογές, η αποτίμηση του έργου της θα περιέχει μία αποτυχία υπαρξιακής φύσεως. Θα πρόκειται για την απογοήτευση της κοινωνίας, για ελπίδες που επενδύθηκαν και χάθηκαν. Το 41% που πήρε η Νέα Δημοκρατία ήταν τα ρέστα του εκλογικού σώματος. Τα έδωσε όλα, τα έπαιξε πάνω στο χαρτί της συγκεκριμένης διακυβέρνησης. Και, ξέρετε, όταν οι κοινωνίες μένουν ταπί από ελπίδες και οράματα, δεν μπορούν να μείνουν και ψύχραιμες.
Μα, να σε λένε «Φραπέ»;
Είσαι λεβέντης Κρητικός. Λύνεις και δένεις με την εξουσία. Σηκώνεις το τηλέφωνο, μιλάς με υπουργούς, κανονίζεις δουλειές. Και κυκλοφορείς με το παρατσούκλι «Φραπές»; Δεν στέκει, είναι ντροπή. Εκτός και αν είσαι από Θεσσαλονίκη μεριά, τότε να το δεχθούμε. Αλλά μιλάμε για γέννημα των Χανίων. Ενδεχομένως το προσωνύμιο να περιγράφει τη σκληρότητα του άνδρα που, ντυμένος στα μαύρα, θυμίζει, πράγματι, ποτήρι με φραπέ. Και αν ασπρίζει το μαλλί, έχουμε και τον αφρό. Παραμένει όμως γελοίο. Ισως όμως ο υπαινιγμός να είναι πιο διεισδυτικός. Ο φραπές πίνεται με καλαμάκι, ρουφιέται, όπως οι επιδοτήσεις. Και οπτικά, το ρόφημα, αποδίδει την αληθινή εικόνα της εξουσίας. Πάνω – πάνω είναι ο λευκός αφρός, αλλά μόλις πας από κάτω, αρχίζει η μαυρίλα.
Σιωπή διά της Προεδρίας
Ο Αλέξης Τσίπρας ζήτησε τη δημοσιοποίηση των πρακτικών από το συμβούλιο πολιτικών αρχηγών που πραγματοποιήθηκε την επομένη του δημοψηφίσματος. Γιατί το έκανε αυτό; Διότι, στην πραγματικότητα, δεν έχει τίποτα να πει επί του θέματος. Και έτσι προτίμησε να σιωπήσει διά της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Και, μεταξύ μας, ακόμα και να δημοσιοποιηθούν τα πρακτικά, δεν πρόκειται να μάθουμε κάτι που δεν ξέρουμε. Η συζήτηση έγινε ουσιαστική όταν, ύστερα από πρόταση του Σταύρου Θεοδωράκη, οι πρακτικογράφοι έφυγαν από την αίθουσα. Τότε ακούστηκαν τα όμορφα πράγματα και εκδηλώθηκαν οι… αβροφροσύνες προς το δίδυμο Τσίπρα – Καμμένου. Ομως η άρνηση της Προεδρίας για τη δημοσιοποίηση των πρακτικών, δεν αφαιρεί από τον Αλέξη Τσίπρα το δικαίωμα να μας δώσει τη δική του εκδοχή και την προσωπική του αφήγηση για τα γεγονότα των ημερών. Αλλωστε πρόκειται για το ιστορικό του αποτύπωμα, για τη βαριά σκιά που πάντα θα πέφτει επάνω του ακόμα και αν έρθουν πιο φωτεινές μέρες για τον ίδιο.