Η Παναγιώτα Καλλιμάνη, η ελληνίδα χορογράφος που ζει και εργάζεται στη Γαλλία, επιστρέφει στο Φεστιβάλ Αθηνών για να παρουσιάσει στο Κτίριο Η της Πειραιώς 260 το έργο της «Κάπως, αλλιώς, καθόλου, μαζί». Το θέμα της παράστασης είναι το βλέμμα του θεατή, καθώς παρακολουθεί πάνω στη σκηνή δύο πανομοιότυπα ζευγάρια, καθένα στον δικό του χώρο, να εξελίσσουν τη σχέση τους μέσα στον χρόνο. Μέχρι τη στιγμή που μια μετακίνηση, μια μικρή διαφοροποίηση, γίνεται το «άνοιγμα» για ένα άλλο βλέμμα, μια άλλη εκδοχή. Και δύο διαφορετικές πραγματικότητες ξεδιπλώνονται την ίδια ακριβώς στιγμή. Η Καλλιμάνη διερευνά χορευτικά τις ανθρώπινες σχέσεις λέγοντας ότι ανάλογα με αυτό που επιλέγει ο θεατής να παρακολουθήσει προκύπτει και η συνέχεια της ιστορίας της.
Μπορεί ο χορός να βοηθήσει όταν οι ανθρώπινες σχέσεις κάπου «κολλάνε» και χάνουν τη συναισθηματική τους ροή;
Ο χορός είναι αναπνοή. Είναι άγγιγμα. Είναι επαφή με τον άλλον. Το βλέμμα προς τον άλλον, το μοίρασμα μιας στιγμής. Πιστεύω πως μπορεί να βοηθήσει όταν οι σχέσεις δυσκολεύονται. Μέσα από την κίνηση μπορείς να εκφράσεις ένα συναίσθημα, κάτι που δεν θα τολμούσες να πεις με λέξεις. Ο χορός συνδέεται άμεσα με το συναίσθημα, γιατί κάθε κίνηση έχει κάτι από εμάς – έστω και ασυνείδητα. Ετσι μπορεί να βοηθήσει να ξαναβρεθεί η ροή. Αυτά φυσικά, όταν μιλάμε για τον χορό ως προσωπική εμπειρία. Ο χορός ως καλλιτεχνική έκφραση, τώρα, μπορεί να λειτουργήσει γενικά σαν γέφυρα στο συναίσθημα. Είτε δημιουργώ είτε παρακολουθώ μια παράσταση χορού, αυτό μπορεί κάτι να ξεκλειδώσει δίνοντάς μας μια καινούργια οπτική, ένα νέο βλέμμα – για να μιλήσουμε με τους όρους της παράστασής μας.
Βλέπουμε ή αισθανόμαστε τον χορό;
Ο χορευτής όταν είναι πάνω στη σκηνή αισθάνεται. Την κίνηση, την παρουσία, τον άλλο. Δεν χορεύει για να φαίνεται. Χορεύει για να εκφράσει κάτι. Ο θεατής, φυσικά, βλέπει – αλλά όχι μόνο. Μπορεί να συγκινηθεί, να ταυτιστεί, να χαθεί σε αυτό που συμβαίνει. Γιατί η κίνηση, όταν είναι κάτι ζωντανό και όχι απλώς οπτικό, μπορεί να αγγίξει τον θεατή σε εσωτερικά επίπεδα, βαθιά, να τον βάλει στον χώρο των αισθήσεων. Αυτό εξαρτάται βέβαια και από την παράσταση αλλά και από την ετοιμότητα του θεατή να αφεθεί. Αλλες φορές βλέπει, άλλες φορές αισθάνεται.
Κατά τη γνώμη σας, το ελληνικό κοινό γιατί παρακολουθεί παραστάσεις χορού; Επειδή θεωρεί τον χορό συνέχεια της θεατρικής δημιουργίας ή επειδή αρέσει στον κόσμο να χορεύει;
Νομίζω για τον ίδιο λόγο που παρακολουθεί χορό και το γαλλικό και κάθε κοινό γενικά: γιατί έχει ανάγκη να ονειρευτεί. Ο χορός δίνει χώρο στη φαντασία και στην ελευθερία. Είτε σχετίζεται κανείς με τον χορό και την τέχνη είτε όχι, μπορεί να μαγευτεί, να οδηγηθεί σε κόσμους άλλους. Με το θέατρο δεν είναι ακριβώς το ίδιο γιατί υπάρχει ένα κείμενο, μια πιο συγκεκριμένη ιστορία. Στον χορό τα πράγματα είναι πιο ανοιχτά. Και νομίζω πως ακόμα κι αν κάποιος δεν έχει το υπόβαθρο για να «ερμηνεύσει», παρακολουθεί χορό γιατί επιθυμεί να αφεθεί σε μια δική του προσωπική διαδρομή, να ταξιδέψει μέσα από κάτι που θα του μιλήσει με έναν μοναδικό τρόπο. Ο χορός επιτρέπει αυτή την ελευθερία. Ο έλληνας θεατής πηγαίνει να δει χορό γιατί θέλει να ξεφύγει από μια καθημερινότητα, από κάτι ρεαλιστικό. Δεν έχω ζήσει πολλά χρόνια στην Ελλάδα, μόνο τα τελευταία, αλλά πιστεύω ότι το ελληνικό κοινό έχει εξελιχθεί, έχει αρχίσει να εκπαιδεύεται – έχουν βοηθήσει σε αυτό οι εξαιρετικές ελληνικές ομάδες. Βλέπω ότι αρχίζει να γνωρίζει, να γίνεται απαιτητικό και να είναι καλός κριτής.
Προτιμάτε μια χορογραφία μικρής φόρμας ή τα μοτίβα μεγαλύτερης διάρκειας, εμπλουτισμένα με παραλλαγές, όταν ετοιμάζετε ένα έργο;
Δεν έχω κάποια σταθερή προτίμηση. Εξαρτάται από την ιδέα, από το υλικό. Μπορεί μια παράσταση μικρής φόρμας, μια περφόρμανς δέκα λεπτών με ένα πολύ συγκεκριμένο κόνσεπτ, να είναι απολύτως ολοκληρωμένη, να τα λέει όλα. Και μπορεί μια παράσταση τεσσάρων ή πέντε ωρών που έχει, για παράδειγμα, να κάνει με την επαναληπτικότητα, να χρειάζεται μεγάλη διάρκεια για να βάλει τον θεατή στο βίωμα που θέλει να δημιουργήσει. Οπότε αφήνομαι σε αυτό που γεννιέται κάθε φορά – αρκεί να έχει ουσία.
Πού δίνετε σημασία κατά τη δημιουργία ενός έργου, στον χρόνο της κίνησης ή στη δυναμική των σωμάτων;
Αυτό που με ενδιαφέρει πολύ είναι το ίδιο το σώμα. Η δύναμη και η αδυναμία του, η ευθραυστότητά του. Η ιστορία που κουβαλάει ακόμα κι όταν δεν κινείται. Είναι η δυναμική του σώματος που γεννά τον χρόνο – όχι το αντίστροφο. Δεν ξεκινώ από τον χρόνο αλλά από το τι μπορεί να πει το σώμα. Και ένα σώμα μπορεί να πει τα πάντα. Πιο πολλά από όσα θα τολμούσαμε να πούμε με λόγια. Αυτό με ενδιαφέρει να αναδείξω με τον χορό – αυτό που δεν λέγεται.







