«Στα σκαμπανεβάσματα της άμαξας, ο Μίτια πάσχιζε να κρατηθεί στη θέση του. Ενιωθε στον σβέρκο του τη θαλπωρή του ήλιου, στο πρόσωπο τον φυσούσε ο καυτός αέρας που ερχόταν από τα χωράφια κουβαλώντας τις μυρωδιές της ανθισμένης σίκαλης, της σκόνης του δρόμου, του αλειμμένου στις ρόδες γράσου. Τα στάχυα κυμάτιζαν βγάζοντας ασημόγκριζες ανταύγειες που έμοιαζαν με μαγικό τρίχωμα, κι από πάνω οι κορυδαλλοί φτερούγιζαν ζωηρά, ασταμάτητα, κελαηδούσαν και με το γοργό τους πέταγμα πότε ανέβαιναν προς τον ουρανό και πότε κρύβονταν στη σίκαλη. Μακριά μπροστά τους πρόβαλλε το δάσος, με τις φυλλωσιές του να παίρνουν ήρεμες απαλές αποχρώσεις».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ