Η πρόταση της αμερικανίδας βουλευτού Grace Meng στη Βουλή των Αντιπροσώπων, για τη συμπερίληψη άρθρου στο σχέδιο του αμυντικού προϋπολογισμού του 2024 «για τη σύνταξη ερευνητικής έκθεσης για τη δημιουργία νέων αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, ιδίως στα νησιά του Αιγαίου», προκάλεσε αναταράξεις στον τουρκικό Τύπο, με πλήθος δημοσιευμάτων να επικαλούνται την ενδεχόμενη αλλαγή της ισορροπίας ισχύος στο Αιγαίο που εγκαθιδρύθηκε με τη Συνθήκη της Λωζάννης.

Χωρίς να δύναται να προδικάσουμε το τι μέλλει γενέσθαι, η όποια απόφαση των ΗΠΑ θα εξαρτηθεί από τις ακόλουθες παραμέτρους.

Από τον ρόλο τους ως εξισορροπητή ύστατης προσφυγής και εγγυητή της σταθερότητας και συνοχής της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.

Από την εξαρτησιακή λογική της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και από τη γεωπολιτική βαρύτητα της Τουρκίας ως γεωστρατηγικού δρώντος και του πλέον αξιόπιστου εταίρου της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.

Στο περιβάλλον αυτό η προβολή της ενδεχόμενης δημιουργίας νέων αμερικανικών βάσεων από τα τουρκικά ΜΜΕ σχετίζεται με το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των αιγαιακών νησιών.

Η τουρκική διαμφισβήτηση των αναγνωρισμένων κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας μέσα από διεθνείς συνθήκες εκκινεί από τη δεκαετία του ’50, όταν η Αγκυρα έθεσε, εντός της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών του Αιγαίου με αφορμή την εγκατάσταση νατοϊκών υποδομών στη Λέρο.

Η αποδοχή του τουρκικού αιτήματος από το συμβούλιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας θα οδηγήσει στην υιοθέτηση ανάλογης πολιτικής στάσης ως προς την εγκατάσταση νατοϊκών υποδομών στη Λήμνο το 1965, το 1968 και το 1980.

Το 1968 η Τουρκία ήγειρε ζήτημα για τη στρατιωτικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης, ενώ το 1973 διαμαρτυρήθηκε για την παρουσία ελληνικών στρατευμάτων σε Λήμνο, Σαμοθράκη, Χίο, Λέσβο, Σάμο και Δωδεκάνησα.

Ωστόσο από το 1974 και εντεύθεν, μετά την έξοδο της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας, οι τουρκικές αιτιάσεις διευρύνονται με τη συμπερίληψη του ζητήματος του επιχειρησιακού ελέγχου στο Αιγαίο στα πλαίσια του σχεδιασμού των νατοϊκών ασκήσεων.

Για παράδειγμα, στις 15 Αυγούστου του 2006 ο ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Ευρώπη (SACEUR), στρατηγός Τζέιμς Τζόουνς, εξέδωσε την «οδηγία πολιτικής του [Ανώτατου Στρατηγείου Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης] SHAPE για τα νησιά του Αιγαίου» με κύριους αποδέκτες τους νατοϊκούς διοικητές στη Νάπολι, στην Αθήνα και στην Αγκυρα.

Με την εν λόγω οδηγία αφενός αποκλείονται από στρατιωτικές ασκήσεις ή άλλες δραστηριότητες του ΝΑΤΟ εν καιρώ ειρήνης «εκείνα τα νησιά του Αιγαίου των οποίων το καθεστώς στρατιωτικοποίησης περιορίζεται από Συνθήκες, και αφετέρου επιβεβαιώνεται η «μοναδική περίπτωση» της Λήμνου».

Ομοίως το 2017 μία ακόμη προσπάθεια της Αθήνας για ένταξη της Λήμνου σε νατοϊκές ασκήσεις απορρίπτεται έπειτα από ένσταση της Αγκυρας.

Εν ολίγοις, η ουδετεροποίηση των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου από κάθε είδους στρατιωτικές ή επιχειρησιακές ανάγκες της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας συνέχεται με την αξίωση ισχύος της Τουρκίας να παρεμποδίσει την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας μέσα από την εφαρμογή μιας στρατηγικής εξαναγκαστικής διπλωματίας για την ολοκληρωτική αλλαγή του status quo στο Αιγαίο.

Ο Διονύσης Τσιριγώτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, Διεθνών Σχέσεων και Διπλωματίας στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς