Η Δέσποινα Παπαστάθη, ΕΔΙΠ του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων, μετά την ενδελεχή εξέταση της ποιητικής του πένθους στο έργο της Κικής Δημουλά (Κική Δημουλά «αχθοφόρος μελαγχολίας». Ποίηση και ποιητική του πένθους, 2018), δημοσίευσε πρόσφατα μια μονογραφία, με τίτλο «Εκεί που σμίγουν η μέρα και η νύχτα…». Ο μύθος στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου (Gutenberg), στην οποία διερευνά τις διαδρομές του Γιάννη Ρίτσου εντός του αρχαιοελληνικού μυθικού σύμπαντος, και πιο συγκεκριμένα του ατρειδικού κύκλου που τροφοδότησε και συνεχίζει να τροφοδοτεί τη δημιουργική σκέψη. Ας σημειωθεί, μάλιστα, ότι επίσης πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη η μονογραφία της Ελλης Φλοκύπρου, Μέσα στις πέτρες κοιμούνται τα πουλιά. Το ποιητικό τοπίο του Γιάννη Ρίτσου.

Η μελέτη της Παπαστάθη οργανώνεται σε πέντε μέρη: το πρώτο, ένα εισαγωγικό κεφάλαιο, ξεκινά συζητώντας ζητήματα που αφορούν την ύπαρξη του μύθου σε λογοτεχνικά κείμενα και τους τρόπους με τους οποίους αυτοί μπορούν να αναγνωσθούν ταυτόχρονα εντός και εκτός του αρχικού τους πλαισίου. Και η περίπτωση του Ρίτσου αποδεικνύεται ιδιαίτερα γόνιμη· «[ο] ποιητής», γράφει η Παπαστάθη, ξεκαθαρίζοντας απαρχής τις σχέσεις του ποιητή με το προποιητικό του υλικό, «οικειοποιείται τα μυθολογικά στοιχεία, έστω και ένα μοτίβο, ένα απλό νόημα, τα αποφορτίζει από το μυθολογικό περιβάλλον τους και τα ενσωματώνει ριζικά και δημιουργικά στην ποιητική του αφήγηση» (σ. 30).

Τα πρόσωπα

Αυτό ακριβώς το προποιητικό υλικό η γενιά του Ατρέα θεάται πανοπτικά στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης, «Ο κύκλος των Ατρειδών», όπου η συγγραφέας ακολουθεί το νήμα των προσώπων του περίφημου αυτού οίκου εντός κυρίως της Τέταρτης Διάστασης, της πλέον «μυθικής» συλλογής του ποιητή. Τα πρόσωπα του μύθου, ανώνυμα, αποσπασμένα από το αρχικό τους συγκείμενο, στο έργο του Ρίτσου, αποκτούν μια σχεδόν δική τους ιστορία, αποδεσμεύονται και ταυτόχρονα παραμένουν δεμένα με την τραγική ιστορία που τα έκανε ήρωες των τραγωδών. Η Ηλέκτρα, για παράδειγμα, 70 ετών, «μεγάλη αιώνια παρθένος», στο ποίημα «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού», εξομολογείται μια ιστορία συνυφασμένη με τον μύθο, στην οποία, όμως, ο ποιητής αφήνει να εμφιλοχωρήσουν στοιχεία καθόλου μυθικά. Και ακριβώς αυτή την κίνηση ένδον και ταυτόχρονα παρά του παραδεδομένου μυθικού υλικού αναδεικνύει η Παπαστάθη. Για τον Ρίτσο, επισημαίνει η μελετήτρια, τίποτα δεν είναι στατικό· οι Ατρείδες, σεσημασμένοι από την προγονική κατάρα, μεταφέρονται σε ένα «παρόν» και λειτουργούν με ποικίλους τρόπους, κάποτε, μάλιστα, γίνονται φορείς σχολίων για την πραγματικότητα της εποχής που γράφονται τα ποιήματα. Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο υποδειγματικός τρόπος με τον οποίο η Παπαστάθη επισημαίνει αυτές τις συνδέσεις, συσχετίζοντας πραγματολογικά και ποιητικά στοιχεία και προσφέροντας στον αναγνώστη μια εξαιρετικά ευκρινή γωνία θέασης των υπό εξέταση ποιημάτων.

 Τα άλλα τρία κεφάλαια αφιερώνονται, καθένα ξεχωριστά, σε τρία βασικά πρόσωπα των σχετικών με τη γενιά του Ατρέα τραγωδιών. Στο δεύτερο, λοιπόν, κατά σειρά κεφάλαιο πρωταγωνιστεί ο γιος του Ατρέα, μόνο που τώρα τον συναντάμε απογυμνωμένο από τον «μύθο» του. Ο Αγαμέμνων, στην ομώνυμη σύνθεση, είναι ένας ακόμη καθημερινός άνθρωπος, αχθοφόρος μεγάλου ονόματος, δέσμιος μιας ιστορίας κι ενός μύθου. Τι μένει, λοιπόν, από τον μυθικό Αγαμέμνονα όταν του αφαιρεθεί ο «μύθος» του; «Απογυμνωμένος […] από την αχλή της μυθολογικής παράδοσης, καθίσταται πρόσωπο καθημερινό, φθαρτό, ένα ανάμεσα στα πολλά, δικά μας αλλά και ξένα» (σ. 120), καταλήγει η μελετήτρια.

Τη σκυτάλη από τον πατέρα παραλαμβάνει, στο επόμενο κεφάλαιο, ο γιος. Ο Ορέστης, με το αίμα της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου στα χέρια, γίνεται το όχημα, υποστηρίζει η Παπαστάθη, για να μιλήσει ο ποιητής για την εποχή του. Ο Ορέστης του Ρίτσου συλλαμβάνεται ενώπιον ενός διλήμματος, ενός «αιώνι[ου] ταλαντεύμα[τος]» (σ. 127): η μοίρα του είναι όντως δική του ή ανήκει σε εκείνους που θέλουν να του επιβάλουν την τέλεση του φόνου; Και είναι αυτή η μεταιχμιακότητα, αυτή η ταλάντευση που καθιστούν τον Ορέστη προνομιακό συνομιλητή του ίδιου του ποιητή, όπως αποδεικνύει η Παπαστάθη.

Το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο, το οποίο προηγείται ενός επιλογικού σημειώματος που συνοψίζει τις βασικές θέσεις της μονογραφίας, αφορά την Ιφιγένεια. Κι εδώ, ο τόνος είναι ο ίδιος· «[η] ηρωίδα αισθάνεται απομακρυσμένη από τα πράγματα γύρω της, από τις επιλογές της, από τον ίδιο τον εαυτό της» (σ. 169). Η Ιφιγένεια, το θύμα, κατά τη μία παράδοση, που έφερε τον ούριο άνεμο στα πλοία των Αχαιών, είναι συνυφασμένο με τη ματαίωση, ή, μάλλον, με μια σειρά διαδοχικών ματαιώσεων, τις οποίες η μελετήτρια ανάγει σε ερμηνευτικά κλειδιά της όλης σύνθεσης.

Χωρίς τη δόξα του μύθου

Τι κομίζει, λοιπόν, η Παπαστάθη με τη μονογραφία της για τον μύθο των Ατρειδών στον Ρίτσο; Πέρα από μια άρτια οργανωμένη φιλολογική εργασία, την ποιότητα της οποίας αποδεικνύει και η πλούσια θεωρητική και εστιασμένη στο έργο του ποιητή βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος της μονογραφίας, καταφέρνει να κερδίσει τους αναγνώστες της, οδηγώντας του, παίρνοντάς τους, μάλιστα, από το χέρι, στις μυθικές ατραπούς των συνθέσεων του Ρίτσου. Ποιοι είναι, λοιπόν, αυτοί οι μυθικοί ήρωες χωρίς τη μυθολογική αχλή που τους τυλίγει στις συνειδήσεις μας; «Ο Ρίτσος», γράφει η Παπαστάθη, «απεκδύει τον μυθικό ήρωα από τη δόξα του μύθου, αποδεικνύοντας για πολλοστή φορά πως ο μύθος είναι ένα πρόσφορο εργαλείο στη διάθεση του δημιουργού για να μιλήσει για το τώρα αλλά και για το πάντα» (σ. 109). Εντός και ταυτόχρονα εκτός και επί τα αυτά του μυθικού προποιητικού υλικού τους, τα πρόσωπα από τη γενιά των Ατρειδών, στους στίχους του Ρίτσου, αποκτούν μια δική τους φωνή, η οποία, χάρη στην Παπαστάθη, ακούγεται ξεκάθαρη και μας μεταφέρει σε ένα διηνεκές, άχρονο παρόν.

Ο Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος είναι δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας ΑΠΘ