Ας αρχίσω ανορθόδοξα, με μια παρένθεση – σχετική πάντως με το κείμενο. Στον επιστημονικό λόγο έχει παρεισφρήσει ο όρος Γ’ Ελληνική Δημοκρατία για να ορίσει την εποχή που άνοιξε στις 24 Ιουλίου 1974. Πρόκειται για μια ατυχή μίμηση της περιοδολόγησης που χρησιμοποιείται κυρίως για τη γαλλική ιστορία. Στην Ελλάδα βασίζεται σε ένα πολιτειολογικό κριτήριο, στην αντίθεση Βασιλείας – Δημοκρατίας (προεδρικής ή προεδρευομένης). Το αδόκιμο φαίνεται από το ότι ως Α’ Δημοκρατία λογίζεται η επαναστατική περίοδος 1821 – 1832 όταν δεν υπήρχε καν επισήμως το ελληνικό κράτος και ως Β’ Δημοκρατία το 1922 – 1935 τότε που φούντωσε ο Εθνικός Διχασμός. Συνολικά δηλαδή, από τα 150 σχεδόν χρόνια μέχρι το 1974, η «Δημοκρατία» μετράει 24 μόνο χρόνια και η «Βασιλεία» 126. Επιπλέον, όλες οι μεγάλες κατακτήσεις που θεμελίωσαν μια αξιόλογη σε ευρωπαϊκό επίπεδο παράδοση κοινοβουλευτισμού, φιλελευθερισμού και εθνικής ανάπτυξης συνέβησαν επί των περιόδων της Βασιλείας: η πρώιμη καθολική ανδρική ψήφος το 1844, ο πρωτοποριακός κοινοβουλευτισμός του Συντάγματος 1864, το ανορθωτικό έργο του Ελ. Βενιζέλου και ο διπλασιασμός της χώρας με τους Βαλκανικούς Πολέμους, η μεταπολεμική οικονομική εκτίναξη. Πόσο λίγα έμειναν για τις δύστυχες Α’ και Β’ Ελληνικές Δημοκρατίες, αλήθεια! Ευτυχώς δεν φταίνε αυτές, αλλά το κριτήριο περιοδολόγησης και η ατυχής μίμηση που το εισήγαγε.

Ας κλείσουμε λοιπόν την παρένθεση και ας κρατήσουμε τον πιο κοινό όρο Μεταπολιτευτική Ελλάδα, τον οποίο καθιερώσαμε για να ορίσουμε και να περιοδολογήσουμε την ιστορία που άνοιξε πριν από σαράντα εννέα χρόνια στην πατρίδα μας. Ορος αντιφατικός στη σημασία του και εμμονικός στη διάρκειά του. Εννοιολογικά ορίζει μια βραχύβια περίοδο πολιτειακής μετάβασης από τη δικτατορία στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ειδικά στην Ελλάδα έγινε ταχύτατα και βελούδινα – συγκριτικά με τις άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης, πόσω μάλλον της Λατινικής Αμερικής. Και από την άλλη, η «στιγμή» έγινε εμμονικός ορισμός μιας μακράς εποχής τον οποίο ακόμα χρησιμοποιούμε. Από μόνη της η αντίφαση θα αρκούσε για να αναρωτιόμαστε κάθε τόσο «μήπως τέλειωσε η Μεταπολίτευση;». Και πράγματι το ερώτημα έγινε και αυτό εμμονικό, καθώς τέθηκε ήδη από το 1985 και έκτοτε κατά καιρούς επανέρχεται. Σαν να υπάρχει μια αμφίρροπη κατάσταση (ή συλλογική διάθεση;) μεταξύ συνέχειας και αλλαγής. Διάθεση και επιθυμία συνέχειας της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας – αγαθά πολύτιμα για τις μεγαλύτερες ηλικίες και αυτονόητα για τις νεότερες. Κοντολογίς, η διαρκής χρήση του όρου Μεταπολιτευτική Ελλάδα οφείλεται στο ευτυχές γεγονός ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί παρά τις μεγάλες δοκιμασίες άντεξαν και αντέχουν.

Φτάνει όμως αυτό για τη διατήρηση μιας περιοδολόγησης όταν οι αλλαγές είναι καταιγιστικές; Ή μήπως συμβαίνει και το αντίστροφο, οι αλλεπάλληλες αλλαγές ανανεώνουν συνεχώς το ερώτημα; Γιατί συμβαίνει και αυτό: οι κοινωνίες όταν βιώνουν βαθιές αλλαγές ανακαλούν το παλιό ή πρόσφατο παρελθόν τους ως πηγή αυτογνωσίας και αναστοχασμού. Στην περίπτωσή μας όμως οι αλλαγές που έχουν επέλθει δεν είναι διάσπαρτες και μεμονωμένες. Πρόκειται για αλλαγή της ιστορικής δομής, για μια άλλη Εποχή του Κόσμου, της Ευρώπης και της Ελλάδας. Επίκεντρο της αλλαγής, η σχέση εθνικού Κράτους – Παγκοσμιοποίησης. Η Μεταπολιτευτική Ελλάδα ανήκει στην προηγούμενη εποχή όπου το εθνικό Κράτος έλεγχε ακόμα σε ικανό βαθμό τις υπερεθνικές ροές. Σε εκείνο το πλαίσιο σημείωσε σημαντικές κατακτήσεις: σταθεροί δημοκρατικοί θεσμοί, μεγαλύτερη γεωπολιτική ασφάλεια με την ένταξη στην ΕΟΚ, ραγδαίος εκσυγχρονισμός των κοινωνικών σχέσεων. Εμεινε όμως ένα επίμαχο ζήτημα, η σχέση Δημοκρατίας και Ανάπτυξης, η Μεταπολιτευτική Ελλάδα παγίωνε ένα εσωστρεφές παραγωγικό μοντέλο που δυσκολευόταν να ανταποκριθεί στη νέα εποχή – στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης. Οπως σε κάθε αλλαγή εποχής αναζητούμε ένα έτος ορόσημο – και εδώ ήταν εύκολο, το 1989 συμπύκνωνε το τέλος του «σύντομου 20ού αιώνα», το τέλος της παγκόσμιας σκηνής όπως την ξέραμε ως τότε. Αλλά όπως επίσης συμβαίνει σε κάθε αλλαγή εποχής, οι αλλαγές επέρχονται διαδοχικά, τα διάφορα υποσυστήματα της προηγούμενης ιστορικής δομής μεταβάλλονται σε διαφορετικούς χρόνους. Ετσι και στην περίπτωσή μας. Το 2001 με την καθιέρωση του ευρώ άλλαξε ριζικά η έννοια εθνική οικονομική πολιτική και εθνική οικονομία. Το 2008 – 2010 το κοινωνικό – οικονομικό μπλοκ που παγιώθηκε με το προηγούμενο εσωστρεφές μοντέλο ανάπτυξης και διατηρήθηκε με τον αλόγιστο δημόσιο υπερδανεισμό προσέκρουσε στη διεθνή κρίση και αποδομήθηκε. Το 2012 κατέρρευσε το μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα και ο δικομματισμός ΠΑΣΟΚ – ΝΔ.

Και το 2023; Γιατί επανήλθε το ερώτημα αν «τέλειωσε η Μεταπολίτευση»; Αφενός γιατί όσοι βιάστηκαν να μιλήσουν για έναν νέο πανομοιότυπο δικομματισμό ΣΥΡΙΖΑ – ΝΔ διαψεύστηκαν, το νέο κομματικό σκηνικό είναι ακόμα απροσδιόριστο και ανοιχτό σε διαφορετικές εξελίξεις. Ακόμα όμως σημαντικότερο, άλλαξε η ιδεολογική δομή της μεταπολιτευτικής περιόδου. Εκείνη που είχε ονομαστεί «ιδεολογική ηγεμονία των ηττημένων» ή «αντιδεξιά ιδεολογία», ο σωστότερος όμως ορισμός είναι «αριστερόστροφος εθνικολαϊκισμός», ένα αμάλγαμα απλοϊκού μαρξισμού, εθνικισμού και λαϊκισμού που στις περιόδους των παχιών αγελάδων συνόδευσε την κοινωνική άνοδο των «μη προνομιούχων» και στις περιόδους των ισχνών αγελάδων την προσπάθεια διάσωσης των «κεκτημένων». Μετά τα βιώματα της περιόδου 2010 – 2023, αυτό το ιδεολογικό αμάλγαμα έχει αποδυναμωθεί και στις δύο όψεις. Η Αριστερά απομυθοποιήθηκε ως αποτελεσματική κυβερνητική δύναμη και ως φορέας μιας εναλλακτικής προοπτικής. Το κακό είναι ότι απαξιώθηκε και εκείνο το ηθικό φορτίο που ενυπήρχε στη μεταπολεμική «Αριστερά της θυσίας», το οποίο ήταν μια υγιής πηγή όχι μόνο για την ίδια, αλλά για όλη την κοινωνία και τον χώρο του πολιτισμού. Και η λαϊκιστική όψη έχασε έδαφος καθώς επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά ότι όταν ο Λαϊκισμός έρθει στην εξουσία διαψεύδει τις υποσχέσεις του, αποδεικνύεται αναποτελεσματικός και υπονομεύει την ομαλή λειτουργία των θεσμών. Σε αντίθεση όμως με τη Συριζαϊκή Αριστερά που έχει έναν αβέβαιο αγώνα μπροστά της, ο Λαϊκισμός, έστω αποδυναμωμένος, θα παραμένει παρών, σαν σκιά της φιλελεύθερης Δημοκρατίας.

Σε μια κοινωνία όμως πιο ώριμη, που δεν περιμένει θαύματα, αλλά τρέφει μεγάλες ελπίδες και προσδοκά να αντιστρέψει τον κατήφορο που βίωσε την περασμένη δεκαετία. Κλειδί της αλλαγής θα είναι η οικονομική ανάπτυξη, η διάχυση της ευημερίας και η εκ νέου άνοδος του βιοτικού επιπέδου. Με άλλα λόγια, το ζήτημα του παραγωγικού μοντέλου που άφησε ανοιχτό η μεταπολιτευτική περίοδος έρχεται τώρα να το αντιμετωπίσει η Ελλάδα σε μια περίπλοκη φάση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Παγκοσμιοποίησης. Αρκεί μια σωστή οικονομική πολιτική και μια αποτελεσματική διακυβέρνηση; Προφανώς είναι προϋπόθεση, αλλά χρειάζεται και ένα ανανεωμένο ιδεολογικό πλαίσιο ή ένα ανανεωμένο εθνικό αφήγημα, κατά τον όρο του συρμού, ώστε να δώσει συνοχή και διάρκεια στην προσπάθεια της κοινωνίας. Διαφορετικά, οι απογοητεύσεις και τα κενά που άφησε η προηγούμενη δεκαετία θα κατακαθίσουν σαν ατομιστικός κυνισμός και ηθικός ωχαδερφισμός.

Και αυτό δεν θα είναι το κατάλληλο κλίμα για τη Δημοκρατία μας, τη μεγάλη κατάκτηση που γιορτάζουμε κάθε 24 Ιουλίου, ημέρα της Μεταπολίτευσης.

*Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου