Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ο Πέιτον Τζέντρον έμοιαζε να είναι ένα καλό παιδί. Ετοιμαζόταν να ξεκινήσει τις σπουδές στο κολέγιο και η οικογένειά του έμοιαζε με τον ιδεότυπο της αμερικανικής μεσαίας τάξης. Στην περίοδο της πανδημίας όπως και πολλοί έφηβοι στον κόσμο αγχώθηκε. Εχοντας άφθονο χρόνο στη διάθεσή του περιδιάβαζε το Διαδίκτυο. Και αυτό που αναζητούσε ήταν ρατσιστικές θεωρίες. Τις μελέτησε, έγραψε ένα μεγάλο μανιφέστο, αναζήτησε την κοντινότερη περιοχή με μεγάλο πληθυσμό Αφροαμερικανών (η κωμόπολη όπου μεγάλωσε είναι κατά 89% λευκή), πήρε ένα ημιαυτόματο τυφέκιο και προστατευτικό εξοπλισμό μάχης, και σκότωσε εν ψυχρώ δέκα ανθρώπους.
Οι σχολιαστές έσπευσαν να παρατηρήσουν ότι ο Τζέντρον είχε επηρεαστεί από την πιο διαδεδομένη σήμερα ρατσιστική θεωρία συνωμοσίας, τη «θεωρία της μεγάλης αντικατάστασης». Γαλλικής προέλευσης, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ της παγκόσμιας Ακροδεξιάς και υποστηρίζει ότι είναι σε εξέλιξη ένα σχέδιο όπου με όπλο τις μεταναστευτικές ροές επιχειρείται η συστηματική πληθυσμιακή αλλοίωση των κατά βάση λευκών δυτικών χωρών. Μια θεωρία, που παρότι είναι εμφανώς συνωμοσιολογική και καλεί σε άμεση λήψη ρατσιστικών μέτρων για την υπεράσπιση της «λευκής ταυτότητας» των δυτικών χωρών, εντούτοις έχει καταφέρει να περάσει στο λεξιλόγιο και πιο mainstream πολιτικών.
Ωστόσο, φοβάμαι ότι το να μείνουμε σε μια ερμηνεία που θα αντιμετώπιζε περιπτώσεις όπως του Τζέντρον ως ένα παράδειγμα ακροδεξιάς «ριζοσπαστικοποίησης» μέσω του Διαδικτύου δεν θα αποτελούσε ακριβώς εξήγηση και θα έμενε στα όρια των παραδοσιακών αντιλήψεων ότι κάποιος «επηρεάστηκε» και έγινε βίαιος. Το ερώτημα είναι γιατί εξακολουθεί να έχει τέτοια απήχηση μια θεωρία ότι σήμερα κινδυνεύει η «λευκή ανθρωπότητα».
Στην πραγματικότητα αυτό που βλέπουμε είναι πόσο βαθιά ριζωμένη είναι μια ρατσιστική αντίληψη που βλέπει τη «λευκή φυλή» σε «κίνδυνο» από την εισβολή «άλλων φυλών». Αποδεικνύεται ότι σε πείσμα όλης της επίσημης ρητορικής περί «πολυπολιτισμικότητας» και παρά τη συστηματική προσπάθεια για αντιρατσιστική παιδεία και τη στηλίτευση των όποιων ρατσιστικών αναφορών, τα ρατσιστικά αντανακλαστικά είναι πολύ πιο διάχυτα από όσο νομίζουμε. Μια ιδεολογική κατασκευή της «λευκότητας» παραμένει ισχυρή και ακόμη και εάν δεν εκφράζεται με όρους «κατώτερων φυλών», αποτυπώνεται σε όλες τις αναφορές περί «πολιτισμικής ασυμβατότητας», «ταυτότητας που κινδυνεύει με αλλοίωση», «του Ισλάμ που δεν είναι συμβατό με τον Διαφωτισμό» και εξακολουθεί να τροφοδοτεί κύματα βίας, είτε ατομικής, είτε «τρομοκρατικής», είτε κρατικής, εάν αναλογιστούμε την εντεινόμενη «στρατιωτικοποίηση» της αντιμεταναστευτικής πολιτικής.
Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ. Αυτό μας φέρνει μπροστά στην οδυνηρή παραδοχή ότι ο ρατσισμός αποτελεί πολύ πιο «οργανικό» στοιχείο της καπιταλιστικής νεωτερικότητας από όσο θέλουμε να παραδεχτούμε. Παρότι μπορούμε να υποθέσουμε μια εκδοχή «καθαρού» καπιταλισμού, που στηρίζεται αποκλειστικά στην εκμετάλλευση της «ελεύθερης» εργασιακής δύναμης, η πραγματική ιστορία του καπιταλισμού περιλαμβάνει την καθοριστική σημασία της αποικιοκρατίας, την αντιμετώπιση λαών ως κατώτερων και την εκμετάλλευση των διαφορών και διαιρέσεων που επιφέρει ο ρατσισμός εντός της εργατικής τάξης. Και παρά τα μεγάλα βήματα που έγιναν, ύστερα από αλλεπάλληλα κύματα αντιαποικιακών και αντιρατσιστικών αγώνων, ο ρατσισμός παραμένει ενεργό στοιχείο της καθημερινότητας αλλά και παράμετρος της διεθνούς πολιτικής. Κυρίως, όμως, διαμορφώνει στάσεις και συμπεριφορές, διατηρεί ενεργό τον φόβο του Αλλου, επιτρέπει σε πολιτικά ρεύματα να επενδύσουν σε αυτόν και τροφοδοτεί τη βία.
Ο ρατσισμός είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια πολιτική «παραβατικότητα» ή μια «ακραία ιδεολογία». Είναι μια ενεργή κοινωνική σχέση και μορφή, μια συνεχής διαδικασία «φυλετικοποίησης» που λειτουργεί «πίσω από τις πλάτες των υποκειμένων», που «δεν το ξέρουν, αλλά το κάνουν», για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση του Μαρξ που θεωρώ ότι έχει εφαρμογή και εδώ, και αφορά με έναν τρόπο εξίσου τον ρατσιστή αλλά και το θύμα του ρατσισμού. Οπως υποστηρίζει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ Ρόμπερτ Νοξ, είναι μια μορφή έγκλησης (με τον τρόπο που ορίζει αυτή την έννοια ο Λουί Αλτουσέρ) που μετασχηματίζει τα άτομα σε φυλετικά υποκείμενα και τα εισάγει στη φυλετική ιεραρχία που αναπαράγει τον καπιταλισμό και την αποικιοκρατία.
Μια τέτοια προσέγγιση επιτρέπει να δούμε τον «δομικό» χαρακτήρα του ρατσισμού, τον τρόπο που συνδέεται με συνολικότερα πλέγματα σχέσεων κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής. Εξηγεί, επίσης, γιατί το σύστημα της φυλετικοποίησης ταυτόχρονα διατηρείται αλλά και μετασχηματίζεται σε νέες διαφορές και ιεραρχίες. Και βέβαια παραπέμπει στο ότι η έξοδος από τη διαρκή αναπαραγωγή του ρατσισμού και της ωμότητας που (ανα)παράγει αναγκαστικά περνάει μέσα από έναν κοινωνικό και πολιτικό μετασχηματισμό πολύ πιο βαθύ από αυτόν που υπόσχονται οι τρέχουσες πολιτικές κατά του ρατσισμού, έναν μετασχηματισμό που προϋποθέτει σκληρούς και επίμονους αγώνες.