«Plus on est proche de Dieu, plus on est seul»*
Léon Bloy
Οι Διάλογοι Καρμηλιτισσών (Dialogues des Carmélites ο τίτλος του πρωτοτύπου) του Ζορζ Μπερνανός που κυκλοφόρησαν πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις έρχονται να καλύψουν - κατά την άποψή μας - ένα μεγάλο κενό τόσο της θεατρικής φιλολογίας όσο και ενός σημαντικού κεφαλαίου της γαλλικής λογοτεχνίας το οποίο παραμένει σχετικά άγνωστο στον ελληνικό χώρο. Οι Διάλογοι που κατά τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Jean Mauduit (1921-2015) είναι «μια από τις εξοχότερες μυστικιστικές τραγωδίες για τις οποίες η γαλλική σκηνή μπορεί να υπερηφανεύεται» συνιστούν αναμφίβολα ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα που έρχονται ως απάντηση στο συγγραφικό ρεύμα που ηγεμονεύεται από τον ρελατιβισμό - τέκνο του Διαφωτισμού - για τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει καμιά δογματική αλήθεια. Αν θεωρήσουμε ότι η λογοτεχνία είναι πάνω απ' όλα ένας αντικατοπτρισμός της ιστορίας των ιδεών, ο Μπερνανός είναι ανάμεσα σε εκείνους που μπορούν να θεωρηθούν η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Γεννημένος το 1888 ο δημιουργός των Διαλόγων ανήκει στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι του εικοστού αιώνα το οποίο εναντιώνεται σθεναρά, κυρίως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, σε κοινωνικούς κανόνες, ηθικές αξίες, θρησκεία και ό,τι άλλο εντάσσεται στην καθολικά αποδεκτή «ορθοφροσύνη»· μάρτυρες τα κινήματα του υπερρεαλισμού και του ντανταϊσμού. Ολα αυτά «μεταλλάσσουν» θα λέγαμε σήμερα την ίδια τη σύλληψη της λογοτεχνικής δημιουργίας, το κειμενινό εφέ χτίζεται αφενός από την ελευθερία του λόγου και αφετέρου από τη ρήξη με τους κώδικες της γραπτής λογοτεχνικής γλώσσας.
Στο σημείο αυτό και προς αποφυγή παρεξηγήσεων θα πρέπει ίσως να διευκρινίσουμε ότι ο αστικός 19ος αιώνας που διαδέχεται το Παλαιό Καθεστώς, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει πολιτικά, πολιτισμικά και κοινωνικά, είναι ο φυσικός χώρος μέσα στον οποίο αναπτύσσεται το μεγάλο μυθιστόρημα: Ουγκό, Σταντάλ, Μπαλζάκ, Μοπασάν, Δουμάς, Σάνδη, Ζολά, Φλομπέρ... Το 1852 ο τελευταίος γράφει στη Λουίζ Κολέ: «Στρέφομαι σε ένα είδος μυστικιστικού αισθητισμού (αν οι δύο αυτές λέξεις μπορούν να συνυπάρξουν), που μάλιστα θα ήθελα να γίνει και εντονότερος. Οταν δεν έχετε λαμβάνειν τον παραμικρό ενθαρρυντικό λόγο από κανέναν, όταν ο κόσμος που σας περιβάλλει σας αποτροπιάζει, σας αποβλακώνει, σας αναισθητοποιεί, τότε οι ενάρετοι και ευαίσθητοι στρέφονται αναπόφευκτα κάπου για να αναζητήσουν ζωτικό χώρο. Εάν η κοινωνία συνεχίσει σε αυτόν τον ρυθμό, θα ξαναδούμε, πιστεύω, μυστικιστές να εμφανίζονται όπως σε όλες τις σκοτεινές περιόδους. Η ψυχή μην μπορώντας να εκφραστεί θα συρρικνωθεί. Πλησιάζει ο καιρός που θα επανέλθουν οι δοξασίες για το τέλος του κόσμου, ο πνευματικός λήθαργος, η αναμονή ενός Μεσσία». (Από την έκδοση του 1926, Louis Conard, Παρίσι.) Να είναι άραγε ο «μυστικιστικός αισθητισμός» τον οποίο διστακτικά - στο αυστηρό πλαίσιο της προσωπικής αλληλογραφίας - ευαγγελίζεται ο Φλομπέρ ενός είδους χριστιανική αντίσταση που ανιχνεύουμε σε γάλλους συγγραφείς γεννημένους στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα; Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς με βεβαιότητα επειδή υπάρχει και άλλη μια παράμετρος καθόλου αμελητέα: ο διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας το 1905. Το οριστικό και αμετάκλητο «διαζύγιο» του 1905 που συντελείται μέσα σε ρεύμα λαϊκό και αντικληρικό είναι ίσως η πρόκληση για τη δημιουργία μιας λογοτεχνίας στους αντίποδες εκείνης του Ζολά και της απόρριψης του ποζιτιβισμού πάνω στον οποίο είχε, εν πολλοίς, δομήσει ο δημιουργός των «Ρουγκόν- Μακάρ». Το 1870 η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία κλείνει οριστικά του λογαριασμούς του Εθνους με τη Βασιλεία και την Αυτοκρατορία. Είναι η περίοδος κατά την οποία η ζωή των Γάλλων είναι «παθιασμένη για πολιτική τόσο πολύ όσο είναι η ζωή ενός λαού κατά τη διάρκεια μιας επαναστατικής περιόδου». Το τοπίο είναι ταραγμένο!
Εντός του Καλού και του Κακού
Οι ποιητές και οι πεζογράφοι της «χριστιανικής αντίστασης» - ονομασία καταχρηστική που υιοθετούμε για λόγους οικονομίας - είναι όλοι τους τέκνα της Τρίτης Δημοκρατίας: Πεγκί 1873, Πιερ Ζαν Ζουβ 1873, Κλοντέλ 1868, Μοριάκ 1885, Μπερνανός 1888. Οι δύο τελευταίοι (οι πρώτοι είναι ποιητές) είναι αρχικά και πριν από οποιαδήποτε άλλη αποτίμηση μεγάλες μορφές των γαλλικών γραμμάτων που έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στον «μυστικιστικό αισθητισμό» όπως μας αφήνει να τον εννοήσουμε ο Φλομπέρ. Στην περίπτωση του Μπερνανός ο αισθητισμός αυτός ταυτίζεται με τη γραφή του και τη χρήση της γλώσσας, είναι το όργανο που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας - με τον τρόπο που ο ζωγράφος χρησιμοποιεί το κάρβουνο - για τη σπουδή της ανθρώπινης ψυχής. Πέραν όμως της μορφής υπάρχει και η ουσία που δεν είναι άλλο από την αναζήτηση της Χάριτος μέσα από τη συγγραφή, μια αναζήτηση επιβεβλημένη από τον ηθικό νόμο «που φέρουμε εντός μας» (...). Ο συγγραφέας θα τα χάσει όλα αν απομακρύνει από το έργο του Διάβολο και Θεό: είναι τα απαραίτητα πρόσωπα. Είναι αλήθεια πως ο νατουραλισμός ξέφυγε από τη δυσκολία αυτή μετατρέποντας τον άνθρωπο σε κτήνος (...). Στο μοντέρνο μυθιστόρημα απουσιάζει ο Θεός αλλά και ο Διάβολος επίσης. Μπορώ να καταλάβω γιατί ένας ματεριαλιστής δεν επιθυμεί να ακούει για τον Σατανά, επειδή απλά δεν θέλει να δει στην εσωτερική ζωή παρά μόνο το θλιβερό πεδίο της μάχης των ενστίκτων. Ομως είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσει κανείς τον άνθρωπο δίχως τη βοήθεια της Χάριτος όταν ο Διάβολος είναι παρών ─ γράφει ο ίδιος σε ένα από τα δοκίμιά του. Από το πρώτο του μυθιστόρημα (Κάτω από τον ήλιο του Σατανά) μέχρι και το τελευταίο του έργο (Οι Διάλογοι) δεν παύει να αναζητά τη Χάρη εντός του Καλού και του Κακού. Ο Μπερνανός στη σχετικά σύντομη ζωή του (1888-1948) υπήρξε, ίσως, και με τη δράση του (στην οποία δεν μπορούμε να επεκταθούμε στο παρόν) και με το έργο του ο πιστότερος απολογητής της πασκαλικής σκέψης. Ο ίδιος αρνείται την ετικέτα του «καθολικού συγγραφέα» και προτιμά, όπως και ο Μοριάκ, εκείνη του «καθολικού που γράφει μυθιστορήματα».
Το κύκνειο άσμα του που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις τον περασμένο Νοέμβριο είναι σενάριο / έργο θεατρικό βασισμένο σε μια νουβέλα της Γκέρτρουντ δον Λε Φορτ. Για τη δημιουργία και τις τύχες του έργου δεν θα επεκταθούμε γιατί ο αναγνώστης θα βρει τις πληροφορίες στο πλούσιο και κατατοπιστικό επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη. Η μετάφραση του έμπειρου Αχιλλέα Κυριακίδη, παρά τις όποιες αντιρρήσεις μπορεί να έχει κανείς, δεν παύει να είναι μια καλή μετάφραση.
Οι Διάλογοι Καρμηλιτισσών είναι έργο ωριμότητας, είναι το τέλος ενός ταξιδιού που ξεκινά με την έκδοση του μυθιστορήματος Κάτω από τον ήλιο του Σατανά το 1926 για να τελειώσει το 1948 (η έκδοση έγινε το 1949) με τους Διαλόγους, το πιο επαναστατικό αλλά και βαθύτατα πολιτικό έργο του Μπερνανός: «Και βλέπουμε την Μπλανς ντε λα Φορς να διασχίζει το πλήθος που, άναυδο, της κάνει χώρο να περάσει, και να φτάνει στο ικρίωμα, κανένας φόβος δεν είναι γραμμένος στο πρόσωπό της».
* Οσο πιο κοντά είμαστε στον Θεό τόσο πιο μόνοι μας είμαστε
Η Μαρία Γυπαράκη είναι μεταφράστρια και εκδότρια του σήματος «Στιγμός» (Ευρασία)
«Η αυγή στο τέλος μιας μακράς νύχτας»
«Κόρη μου, οι καλοί άνθρωποι αναρωτιούνται σε τι χρησιμεύουμε, κι εδώ που τα λέμε δεν έχουν άδικο. Εμείς νομίζουμε πως, χάρη στη λιτότητα του βίου μας, τους αποδεικνύουμε ότι μπορεί κανείς να ζήσει χωρίς πολλά πράγματα απ' αυτά που εκείνοι τα θεωρούν απαραίτητα. Αλλά για να 'χει αποτέλεσμα το παράδειγμά μας, θα χρειαστεί, εντέλει, και να τους πείσουμε ότι τα ίδια αυτά πράγματα ήταν κάποτε εξίσου απαραίτητα και για μας... Όχι, κόρη μου, δεν είμαστε επιχείρηση νέκρωσης παθών ή αποθετήριο αρετών· είμαστε οίκοι προσευχής, η προσευχή αρκεί για να δικαιώσει την ύπαρξή μας, κι όσοι δεν πιστεύουν στην προσευχή δεν μπορεί παρά να μας θεωρούν παράσιτα ή απατεώνες. Αν αυτό το λέγαμε πιο ξεκάθαρα στους ασεβείς, θα μας καταλάβαιναν καλύτερα. Είναι δυνατόν να μην αναγνωρίζουν ότι η πίστη στον Θεό είναι ένα φαινόμενο οικουμενικό; Δεν είναι αντίφαση, και μάλιστα παράξενη, ότι μπορεί όλοι οι άνθρωποι να πιστεύουν στον Θεό, αλλά να προσεύχονται σ' Αυτόν τόσο σπάνια και τόσο άσχημα; Η μόνη τιμή που Του αποδίδουν είναι να Τον φοβούνται. Αν η πίστη στον Θεό είναι οικουμενική, δε θα 'πρεπε να 'ναι και η προσευχή; Ε, λοιπόν, κόρη μου, ο Θεός το θέλησε να είναι έτσι, όχι καθιστώντας την προσευχή, εις βάρος της ελευθερίας μας, μιαν ανάγκη εξίσου επιτακτική με τον κορεσμό της πείνας ή της δίψας, αλλά επιτρέποντας σε κάποιους να προσεύχονται για λογαριασμό άλλων. Έτσι, κάθε προσευχή, ακόμα και η προσευχή ενός βοσκόπουλου που φυλάει το κοπάδι του, είναι η προσευχή ολόκληρου του ανθρώπινου είδους.
Σύντομη παύση
Αυτό που κάνει κάπου κάπου το βοσκόπουλο, με μια παρόρμηση που βγαίνει απ' την καρδιά του, εμείς πρέπει να το κάνουμε μέρα-νύχτα. Όχι επειδή θεωρούμε ότι οι δικές μας προσευχές είναι καλύτερες απ' τις δικές του -κάθε άλλο. Αυτή την απλότητα της ψυχής, αυτή τη γλυκιά παράδοση στη θεία Μεγαλειότητα που για το βοσκόπουλο είναι μια έμπνευση της στιγμής, μια χάρις, κάτι σαν έκλαμψη του νου, εμείς αφιερώνουμε όλη μας τη ζωή για να την αποκτήσουμε, ή να την ανακτήσουμε αν την έχουμε βιώσει, γιατί είναι ένα χάρισμα της παιδικής ηλικίας που, τις πιο πολλές φορές, χάνεται μαζί της... Όταν απομακρυνθούμε από την παιδική ηλικία, χρειάζεται να υποφέρουμε πολύ καιρό για να επιστρέψουμε σ' αυτήν, όπως ξαναβρίσκουμε την αυγή στο τέλος μιας μακράς νύχτας. Άραγε ξανάγινα παιδί...;».
Η Μπλανς κλαίει.
Κλαις;
ΜΠΛΑΝΣ: Κλαίω πιο πολύ από χαρά παρά από λύπη...».
(Η ηγουμένη υποδεχόμενη την Μπλανς)
{1BSYG}Georges Bernanos {1BSYG}{2BTIT}Διάλογοι Καρμηλιτισσών{2BTIT}{3BEKD}Μτφ. Αχιλλέας ΚυριακίδηςΕκδ. Πόλις, σελ. 256{3BEKD}{4BTIM}Τιμή 17,70 ευρ{4BTIM}ώ