Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
«Ορκίζομαι σε όλα τα ιερά βιβλία του πλανήτη Γη, ότι την ταινία την έγραψα πριν από την πανδημία, και ήταν μια από τις πιο περίεργες εμπειρίες που είχα ποτέ» θα πει για την τελευταία δημιουργία του «Μην κοιτάτε πάνω» («Don't look up») ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ανταμ ΜακΚέι. «Το πιο παράξενο πράγμα γι' αυτή την ταινία ήταν το να τη γράφω, να κάνω κάστινγκ και μετά να βλέπω όλα τα στοιχεία να βγαίνουν, και τότε αναρωτιόμουν: πραγματικά την κάνεις αυτή την ταινία;».
Η απορία του ΜακΚέι έχει βάση και ίσως τελικά να είναι το μεγάλο ατού αυτής της «μαύρης» και άκρως πεσιμιστικής κωμωδίας που έχει διχάσει το κοινό που την είδε. Αλλοι την αποκαλούν «αμερικανιά» (ό,τι και αν σημαίνει αυτό), άλλοι θεωρούν ότι συνωμοσιολογεί όπως οι «ψεκασμένοι» και άλλοι - συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μου - την ξεχώρισαν ως μία από τις καλύτερες ταινίες του 2021 (βρίσκεται στη δεκάδα μου).
Γιατί όμως αυτή η ταινία που προτάθηκε για Χρυσές Σφαίρες και σχεδόν σίγουρα θα προταθεί και για Οσκαρ έχει προκαλέσει τόσο μεγάλο σάλο;
Ισως επειδή με αφορμή τη μάταιη προσπάθεια δύο επιστημόνων (Λεονάρντο ντι Κάπριο, Τζένιφερ Λόρενς) να πείσουν τον κόσμο ότι η Γη απειλείται με ολική καταστροφή από την επικείμενη (και αναπόφευκτη) σύγκρουσή της με έναν κομήτη, ο ΜακΚέι σατιρίζει έξοχα την εποχή μας: είναι η εποχή στην οποία το πιο σημαντικό θέμα υποσκελίζεται από το πιο ασήμαντο είτε μέσω των κοινωνικών δικτύων, είτε μέσω της τηλεόρασης, είτε λόγω των προσωπικών συμφερόντων των προσώπων της εξουσίας. Με άλλα λόγια, αν μια ταινία κατάφερε να μιλήσει πλήρως για την παράνοια των ημερών μας αυτή είναι το «Μην κοιτάτε πάνω», του οποίου το άκρως πεσιμιστικό φινάλε είναι παρόμοιο με εκείνο του «ΣΟΣ Πεντάγωνο καλεί Μόσχα» (1965), του αριστουργήματος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ.
Γεννημένος το 1968 στη Φιλαδέλφεια της Πενσιλβάνια, ο Ανταμ ΜακΚέι ανήκει στους πιο ιδιαίτερους και με προσωπική γραφή σκηνοθέτες του σύγχρονου αμερικανικού κινηματογράφου. Εκτός Αμερικής, το ευρύ κοινό αναγνώρισε για πρώτη φορά το έργο του το 2015 με το «Μεγάλο σορτάρισμα» («The big short») που βασισμένο στο ομότιτλο μπεστ σέλερ του Μάικλ Λούις (εκδόσεις Παπαδόπουλος) αναφέρεται στην πρόσφατη φούσκα της αμερικανικής κτηματαγοράς που οδήγησε στην παγκόσμια οικονομική κρίση. Ως τότε, ο ΜακΚέι ήταν ένας καλός επαγγελματίας της κωμωδίας (παραγωγός, σκηνοθέτης αλλά και ηθοποιός) που συνεργαζόταν στενά με τον Γουίλ Φερέλ («Μπάτσοι από τον πάγκο», «Ο ελεεινός ιππότης της ασφάλτου», «Ο παρουσιαστής: Ο θρύλος του Ron Burgundy», «Αδέλφια για... κλάματα») αλλά δεν είχε εκτόπισμα.
Το «Μεγάλο σορτάρισμα», κάτι σαν δριμύ αλλά χιουμοριστικό κατηγορώ προς το καπιταλιστικό σύστημα που μας θυμίζει ότι τελικά το παγκόσμιο κραχ για κάποιους μόνον όφελος είχε, αφού τους μετέτρεψε σε δισεκατομμυριούχους με τα λεφτά των άλλων, έβαλε τον ΜακΚέι σε άλλη κατηγορία οδηγώντας τον στις υποψηφιότητες των Οσκαρ (σκηνοθεσία και σενάριο).
Τρία χρόνια αργότερα η ερμηνεία «μεταμόρφωσης» που οδήγησε στα Οσκαρ τον ηθοποιό Κρίστιαν Μπέιλ ως Ντικ Τσένεϊ στο «Vice» (πράγματι... τρομαχτικά αγνώριστος) ήταν εκείνη που κέρδισε τις εντυπώσεις. Ωστόσο, η αληθινή αξία της ταινίας είναι ότι μέσω της ιστορίας του αντιπροέδρου των ΗΠΑ επί κυβερνήσεως Τζορτζ Μπους Τζούνιορ ο ΜακΚέι καθρέφτισε σε όλο της το μεγαλείο τη... γελοιότητα της πολιτικής σκηνής και γενικότερα της αμερικανικής κοινωνίας.
Σχολιάζοντας το ξεχωριστό ύφος τού «Μην κοιτάτε πάνω» ο ΜακΚέι ανέφερε τις προηγούμενες επιτυχίες του: «Σίγουρα το "Μην κοιτάτε πάνω" δεν είναι τόσο σκοτεινό όσο το "Vice", ένα δράμα με μερικά στοιχεία κωμωδίας. Θα έλεγα ότι είναι λίγο πιο κωμικό από "Το μεγάλο σορτάρισμα"... αυτή η ταινία βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο "Μπάτσοι από τον πάγκο" και "Το μεγάλο σορτάρισμα"».
Οι παραλληλισμοί ανάμεσα στη μυθοπλασία και τις πραγματικές εξελίξεις ενδιαφέρουν τον ΜακΚέι και τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί η ηρωίδα της προέδρου των ΗΠΑ που στην ταινία του υποδύεται η Μέριλ Στριπ. Πέρα από το ότι η Στριπ δανείστηκε στοιχεία από διάφορους πρόσφατους επικεφαλής αρχηγούς κρατών, αφού δεν μπορούσε να αρκεστεί σε μια μίμηση του Ντόναλντ Τραμπ, ο τελευταίος ήταν η βάση: «Πιστεύω πως όλοι πρέπει να παραδεχτούμε πως το να βλέπουμε τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών να πετάει την ιδέα να πιούμε χλωρίνη για να αντιμετωπίσουμε μια ιατρική έκτακτη ανάγκη, είναι μια ασυνήθιστη κατάσταση», είπε ο σκηνοθέτης, παραγωγός και σεναριογράφος. «Οταν έγινε αυτό, έστειλα αμέσως μήνυμα στον παραγωγό μου, τον Κέβιν Μέζικ, ο οποίος με την σειρά του ενημέρωσε στον Λέο (Ντι Κάπριο) και την Τζεν (Λόρενς), που συμφώνησαν να το κάνουμε λίγο πιο τρελό...».
Φυσικά, και η ίδια η Στριπ πρόσθεσε τη δική της ιδιαίτερη πινελιά στον ρόλο. «Οταν μίλησα για πρώτη φορά με τη Μέριλ, απλά είπα "Βάλε όλα αυτά σε μια κατσαρόλα με μερικά ψιλοκομμένα κρεμμύδια και λίγο ελαιόλαδο και ανακάτεψέ τα για περίπου έξι - εφτά ώρες, και απλά σιγουρέψου να μη βράσει» είπε ο ΜακΚέι. «Η Μέριλ επέστρεψε με περίπου εφτά τέλειες ιδέες - η αγαπημένη μου ήταν να έχει μαλλιά 25χρονου". Οταν μου το είπε της απάντησα "Αυτό ακούγεται τρελό!", αλλά σκέφτηκα "Θα την εμπιστευτώ" και όταν φόρεσε τελικά την περούκα είπα "Ναι, αυτό είναι τέλειο"».