Ο τελευταίος κληρονόμος της λογοτεχνίας του «ανοίκειου»
Στο πρόσφατο βιβλίο του νομπελίστα, το πρώτο μετά το Νομπέλ του 2017, τα ρομπότ συμβάλλουν στη φρέσκια κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Η τεχνική της αποξένωσης - ή καλύτερα αποοικειοποίησης - έχει, από τον καιρό του Κάφκα, μακρά παράδοση στο σύγχρονο μυθιστόρημα. Τυπικότερος εκπρόσωπός της μπορεί να θεωρηθεί ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, με τη ματιά του ξένου που αναθέτει στους κεντρικούς ήρωές του. Ρώσος εμιγκρές στη Δυτική Ευρώπη και αργότερα στην Αμερική - που κατάφερε μάλιστα να γράφει και να διδάσκει στα αγγλικά σαν να επρόκειτο για τη μητρική του γλώσσα - ο Ναμπόκοφ παραχωρούσε στον εαυτό του το σταθερό προνόμιο της έκπληξης. Στη Λολίτα, στο Πνιν και σε μια δεκάδα άλλων μυθιστορημάτων επανανακάλυπτε την αλήθεια κοινότατων αντικειμένων υπό μια εντελώς νέα σκοπιά: μια ανοιχτή από τον αέρα ομπρέλα έμοιαζε με πενθούσα πάπια, το διχτάκι στο καλάθι του μπάσκετ ήταν ανεξήγητα τρύπιο. Το ίδιο ίσχυε για τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που ενδύονταν ανοίκειους ρόλους, όπως όλοι πρακτικά οι πρωταγωνιστές στη Λολίτα. Ο Ουίλιαμ Φώκνερ, ο Ντ. Τζ. Σάλιντζερ, ο Φίλιπ Ντικ και άλλοι (για να μην αναφερθούμε εδώ σε επιφανή δείγματα παιδικής λογοτεχνίας και σε προσωποποίηση ζώων) χρησιμοποίησαν σε ποικίλα πλαίσια την τεχνική αυτή για να δώσουν σάρκα και οστά στη φωνή παιδιών, καθυστερημένων, μεταναστών ή ακόμη ρομπότ και εξωγήινων. Η ανάτμηση της μερικότητας των υπάρξεών μας ήταν ο προγραμματικός τους στόχος.
Ο Ναμπόκοφ έπαιρνε όρκο στην πλούσια, περίτεχνη, φαντεζί πρόζα, την πλήρη επινοημάτων. Διάδοχοί του, σαν τον Μάρτιν Εϊμις, ομοίως απέρριπταν μετά βδελυγμίας την κοινοτοπία, το κιτς, τη ληθαργική αργόσυρτη γραφή. Και όμως, είναι ο Καζούο Ισιγκούρο, με την επίπεδη, επιδεικτικά φτωχή γλώσσα του που όλως περιέργως αποκαλύπτεται ως ο χαρακτηριστικότερος ίσως κληρονόμος της λογοτεχνίας του μη οικείου, με το τελευταίο του ειδικά βιβλίο. Συγγραφέας «ορκισμένος στη φτώχεια της γλώσσας», όπως την ονόμαζε κάποτε ο Μάρτιν Εϊμις, χρησιμοποιεί διαχρονικά την άγευστη και επίπεδη πρωτοπρόσωπη αφήγηση για να περιγράψει το προφανές. Καταφέρνει ωστόσο να αποδώσει παραδειγματικά τη φωνή ενός μπάτλερ (Τα απομεινάρια μιας μέρας) ή ενός κλώνου (Μη μ΄ αφήσεις ποτέ). Μέσα από την ανάδειξη των παράδοξων της πραγματικότητας, η ανθρώπινη κατάσταση φωτίζεται από νέα σκοπιά, ενώ τα αισθήματα του αποξενωμένου και αναξιόπιστου παρατηρητή αναδεικνύονται με καθαρότητα.
Η ρητορική της απόστασης
Οι αφηγητές του Ισιγκούρο χρησιμοποιούν τη ρητορική της απόστασης από την πραγματικότητα ως συνέπεια της φυσικής τους θέσης. Προϋπόθεση βέβαια για να συλλάβει κανείς τις φωνές τους είναι να οπλισθεί με υπομονή, ακόμη και να είναι αποφασισμένος για μια δόση αναγνωστικής τιμωρίας. Στο παρόν, καλομεταφρασμένο από την Αργυρώ Μαντόγλου βιβλίο, έχουμε να κάνουμε με την Κλάρα, ένα είδος κούκλας - ρομπότ, οπλισμένο με ασυνήθιστη νοημοσύνη και παρατηρητικότητα. Η ίδια και οι όμοιοί της εκτίθενται σε ένα κατάστημα, περιμένοντας να αγορασθούν από κάποια οικογένεια ως σύντροφοι των παιδιών. Ονομάζονται Τεχνητοί Φίλοι (ΤΦ) γιατί η κύρια λειτουργία τους είναι να στηρίζουν και να προσφέρουν τη φιλία τους σε παιδιά που πάσχουν από εγγενή αποξένωση στις συνθήκες μοναχικότητας όπου είναι καταδικασμένα στο εγγύς μέλλον, κάπου στην Αμερική. Οι ΤΦ τροφοδοτούνται με ηλιακή ενέργεια, οι λειτουργίες και η ζωτικότητά τους εξαρτώνται ευθέως από αυτήν, και συνεπώς η Κλάρα φτάνει να θεοποιεί τον ήλιο αυτόν που της προσφέρει την «τροφή» της. Επιδιώκει να εξασφαλίσει τις καλές θέσεις στη βιτρίνα που επιτρέπουν την έκθεση στις ηλιακές ακτίνες, όπως άλλωστε και τα άλλα ρομπότ. Τα σύννεφα είναι εχθρός, όπως και τα ψηλά κτίρια που στοιχίζουν την εμπορική αρτηρία. Μέσω μιας έκκεντρης ανάγνωσης κάποιων σκηνών της καθημερινότητας έξω στον δρόμο, συμπεραίνει ότι ο ήλιος σώζει ανθρώπινες, και όχι μόνο, ζωές. Οταν κάποια έργα οδοποιΐας φέρνουν μπροστά στο κατάστημα ένα μηχάνημα που φτύνει καπνό από τα τρία φουγάρα του, η Κλάρα θα το ονομάσει Μηχανή Κούτινγκς, από το όνομα του κατασκευαστή που αναγράφεται στην επιφάνειά του, και θα το αναγορεύσει σε εχθρό του ήλιου - τροφού. Παρατηρεί ότι ο καπνός (η ρύπανση όπως λένε οι πελάτες και όχι η μόλυνση όπως λανθασμένα μεταφράζεται) είναι υπεύθυνη για το ότι ο ήλιος κρύβεται στη διάρκεια των εργασιών. Δεν έχει βέβαια και πολύ άδικο.
Εχουμε πολλά χαρακτηριστικά δείγματα ελαφράς συστροφής της αλήθειας που υιοθετεί ο Ισιγκούρο προκειμένου να αποδώσει την «αποξένωση» των αφηγητών του. Οπως και να 'χει, πάντως, η Κλάρα θα υιοθετηθεί από τη μαμά ενός αδύνατου και όπως αποδεικνύεται άρρωστου κοριτσιού, της Τζόσι, και θα ζήσει έκτοτε σε μια απομονωμένη περιοχή της πόλης, όπου θα πρωτοέρθει σε επαφή με αγρούς, λόφους, ζώα, έναν καταρράκτη, μια σιταποθήκη, ακόμη και πραγματικά ηλιοβασιλέματα στο βάθος του ορίζοντα. Θα αποδειχθεί πειθαρχημένη, αφοσιωμένη και τρυφερή σύντροφος του άρρωστου κοριτσιού που εκπαιδεύεται εξ αποστάσεως, προσπαθεί να τα καταφέρει με τις εξετάσεις του, κοινωνικοποιείται μάλλον αργά, και δεσμεύεται με όρκους πίστης με ένα γειτονόπουλο, τον Ρικ. Οι μητέρες των δύο παιδιών είναι χωρισμένες, αν και η θεμελιώδης διαφορά είναι πως η μαμά της Τζόσι διαθέτει οικονομικά μέσα ενώ του φίλου της όχι. Και επιπλέον ότι, σε ένα είδος νεόκοπης ταξικότητας, η Τζόσι έχει «αναβαθμισθεί» γενετικά και προορίζεται για μεγάλα πράγματα ενώ ο Ρικ όχι. Σε αυτό το φαταλιστικά δομημένο για όλα τα παιδιά μέλλον, οι πιθανότητες του δεύτερου για είσοδό του σε κάποιο κολλέγιο είναι μηδαμινές. Από την άλλη μεριά, το εξασφαλισμένο κοινωνικό μέλλον της Τζόσι έχει ως αντιστάθμισμα τους κινδύνους της αναβάθμισης - μάλιστα εκεί οφείλεται ο θάνατος της μεγαλύτερης αδελφής της. Η μαμά έχει -περιέργως - πάρει το ρίσκο για δεύτερη φορά στη ζωή της.
Ενα είδος παγανισμού
Περισσότερο λεπτή διανοητικά από το πιο πάνω, χονδροειδώς στημένο, ασφυκτικό κοινωνικό πλαίσιο, είναι η ερμηνευτική του Ισιγκούρο για την εξέλιξη της ίδιας της αφηγήτριάς του. Η Κλάρα, ενώ προορίζεται από τη μητέρα της Τζόσι για διάδοχός της σε περίπτωση που η αρρώστια της νεαράς αποδειχθεί θανατηφόρα, εξελίσσεται σε προστάτη της. Είναι βέβαια τόσο επαρκής όσο επιτρέπουν οι αλγόριθμοι του γενετικού της κώδικα. Το λεξιλόγιό της επιτρέπει μόνο περιφράσεις για πράγματα που δεν κατανοεί, οι εμπειρίες της είναι περιορισμένες, και οι ερμηνείες που δίνει στις ανθρώπινες συμπεριφορές είναι συχνά λανθασμένες. Ωστόσο συναισθάνεται μυριάδες αποχρώσεις από το γύρω της δράμα, μαθαίνει γρήγορα, έχει αλτρουιστικές τάσεις και προκαλεί τον θαυμασμό των οικείων. Σημασία τελικά έχει η αμοιβαία αγάπη της με την Τζόσι, και είναι αυτή η αγάπη που θα οδηγήσει σε ένα αναγεννημένο είδος παγανισμού. Καθώς έχει δηγηθεί στο συμπέρασμα ότι μόνο ο θεός Ηλιος μπορεί να σώσει από τον θάνατο τη μικρή, θα κάνει μαζί του μια συμφωνία βιβλικού τύπου: ο Ηλιος οφείλει να σώσει το άρρωστο κορίτσι αν η Κλάρα καταφέρει να καταστρέψει τη μηχανή Κούτινγκς, τον δαίμονα εκείνο που αντιστρατεύεται τον Θεό της. Και πράγματι αυτό θα γίνει, με αντιστάθμισμα τη μείωση των δικών της «ζωτικών» λειτουργιών. Η θυσία φέρνει αποτέλεσμα ακόμη και σε αυτό το στυγνά νεοπαγανιστικό πλαίσιο. Η Τζόσι θα συνεχίσει τη ζωή της αν και νομοτελειακά ανεξάρτητα από τον Ρικ.
Η ίδια η Κλάρα θα καταλήξει, μάλλον μελαγχολικά σε μια μάντρα ανακύκλωσης ρομπότ, όπου θα περιμένει το «αργό σβήσιμό» της, αφηγούμενη την ιστορία και νοσταλγώντας με τις φθίνουσες αισθήσεις διάφορα από τον περιορισμένο βίο της. Κάπως έτσι ωστόσο είναι δομημένοι και οι άνθρωποι, τουλάχιστον κατά Ισιγκούρο. Στο κάτω κάτω, αν τα ρομπότ δεν έχουν τα κατάλληλα εργαλεία για να αποτιμήσουν τον θάνατο, αυτό ακριβώς δεν συμβαίνει και με τους ανθρώπους, άσχετα από τις καθημερινές τους ψευδαισθήσεις; Η αποξένωση της Κλάρα είναι η δικιά μας αποξένωση και οι προσευχές μας είναι καταδικασμένες να εξατμισθούν υπό τις ακτίνες του δικού της ήλιου. Δεν κατανοούμε λ.χ. τι είδους θεοί επιτρέπουν τον θάνατο παιδιών, όπως ακριβώς και η Κλάρα. Και, όπως ο βιβλικός Αβραάμ, διαπραγματευόμαστε με το επέκεινα, ελπίζοντας στην εύνοια της μοίρας.
Αν και το υπόστρωμα της επιστημονικής φαντασίας δεν διαθέτει εδώ τη συνοχή άλλων έργων, ούτε το ερευνητικό υπόστρωμα άλλων συγγραφέων, η συγκίνηση εκμαιεύεται τελικά από τους αναγνώστες που διαθέτουν ισχυρές αντοχές απέναντι στην αργόσυρτη επίπεδη αφήγηση. Οπως θα το έθετε ο Σάμουελ Μπέκετ, «δεν έχουμε εναλλακτικές μπροστά στο μηδέποτε καινούργιο».
Καζούο Ισιγκούρο
Η Κλάρα
και ο Ηλιος
Μτφ. Αργυρώ Μαντόγλου
Εκδ. Ψυχογιός, σελ. 377
Τιμή: 17,70 ευρώ
