Εχω συναναστραφεί και συνεχίζω να συναναστρέφομαι κάποια από τα πρόσωπα που βρέθηκαν στο Πολυτεχνείο εκείνη τη βραδιά του Νοεμβρίου 1973. Αυτό που τα διαφοροποιεί από το ηρωικό αφήγημα της κομματικής στράτευσης, που ως σχολική γιορτή έχει αποκτήσει τη διάσταση εθνικού μύθου, είναι οι πολλές προσωπικές αντιηρωικές αφηγήσεις εκείνων των γεγονότων – κι ας συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν κάποιοι, ή ας έζησαν υπό το κράτος του φόβου μιας πιθανής σύλληψης κατόπιν. Ενας φίλος, κινηματογραφιστής, που βρέθηκε στο Πολυτεχνείο εκείνο το βράδυ, απογύμνωσε από κάθε ηρωισμό την προσωπική ιστορία του με ένα αστείο αφήγημα. Μέσα στο Πολυτεχνείο υπήρχε φόβος, λέει. «Με συναδέλφους μου κινηματογραφιστές αποφασίσαμε να φύγουμε από την οδό Στουρνάρη, μοναδική έξοδο διαφυγής νωρίς τη νύχτα. Αλλά στη Στουρνάρη είχε ασφαλίτες οι οποίοι έδερναν ή συνελάμβαναν όσους περνούσαν. Οι περισσότεροι κινηματογραφιστές κρύφτηκαν απέναντι, σε ένα υπόγειο εργαστήριο που διατηρούσε ο Ντίνος Κατσουρίδης. Εγώ προτίμησα να φύγω προς τα Εξάρχεια, διακινδυνεύοντας τη σύλληψη. Γιατί; Επειδή χρωστούσα στον Κατσουρίδη δυο χιλιάδες δραχμές».
Και η διήγηση καταλήγει:
«Τα ξημερώματα, μπήκε η αστυνομία στου Κατσουρίδη και συνέλαβε πολλούς έλληνες κινηματογραφιστές. Ηταν οι ήρωες της Μεταπολίτευσης. Εγώ, δυστυχώς, έχασα την ευκαιρία να γίνω ήρωας. Για δυο χιλιάρικα».







