Η σκηνή σαν μουσικό όργανο*
Εξι άνθρωποι του πολιτισμού και της τέχνης μοιράζονται τις σκέψεις τους για τις εκλεκτικές συγγένειες του θεάτρου με τη μουσική, αλλά και την αλήθεια που προσλαμβάνει το πρώτο ως μουσική διαδικασία
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Πολλές φορές η αλήθεια λάμπει μπροστά στα μάτια μας αλλά αδυνατούμε να τη διακρίνουμε. Πόσοι άραγε θεατρόφιλοι θα συνέδεαν το θέατρο με τη μουσική ως τον πιο αποφασιστικό του παράγοντα και πόσοι – πολύ περισσότερο – θα θεωρούσαν το θέατρο ως μια αποκλειστικά μουσική διαδικασία, έχοντας μάλιστα ως αφετηρία για τη σχετική εκτίμησή τους το ίδιο το γραπτό κείμενο, το θεατρικό έργο δηλαδή, με το να το λογαριάζουν ως μια μουσική παρτιτούρα; «Ο λόγος είναι σπόρος» έχει ειπωθεί και επαναλαμβάνεται δικαιολογημένα σε όλους τους τόνους. Ηταν ένα γλυκό απομεσήμερο του Μαρτίου, πριν από αρκετά χρόνια, που ύστερα από μια εκδήλωση στο θέατρο Χυτήριο η Λυδία Κονιόρδου μας ανέφερε με μεγάλη συγκίνηση αυτό που τους έλεγε ο Μπομπ Γουίλσον στις πρόβες της «Οδύσσειας»: «Προσέχετε πώς πατάτε πάνω στη σκηνή. Η σκηνή είναι ένα μουσικό όργανο». Μια φράση που, πέρα από την αναμφισβήτητη μαγεία της, την ήδη εσωστρεφή υπόθεση που είναι το θέατρο, την εσωτερικοποιεί ακόμα περισσότερο. Μια τέχνη – ενδεχομένως να είναι η μόνη στον κόσμο – που, αν και υπηρετημένη με τόσα εξωτερικά μέσα, φώτα, προβολείς, σκηνικά, ρούχα, ανθρώπους να πηγαινοέρχονται, μεταβάλλει το καθετί σε αποκρυπτογράφηση ενός πάντα ζωντανού και πάντα αδιερεύνητου μυστικού. Ας ακούσουμε τι μας λένε έξι λειτουργοί της σκηνής.
*Από φράση του Ρόμπερτ Γουίλσον για τις πρόβες της «Οδύσσειας»
Γιώργος Κιμούλης
ηθοποιός, σκηνοθέτης
«Παρελθόν, παρόν και μέλλον συγκατοικούν»
Η σχέση της θεατρικής πράξης με τη μουσική δεν βασίζεται τόσο στη γνωστή φράση που λέει ότι η γλώσσα μπορεί να παραλληλιστεί με μια μουσική συμφωνία, όσο στη σχέση που έχει η θεατρική πράξη με την ίδια την έννοια του Χρόνου. Η θεατρική σκηνή είναι ένας χρονότοπος, όπου εκφράζεται η μη διαχωρισιμότητα του χώρου και του χρόνου. Οταν σκεφτόμαστε όμως τον χρόνο μόνο σαν χώρο, δημιουργούμε μια εικόνα του χρόνου που είναι ουσιαστικά αριθμητική, διαιρετή και ποσοτική. Κινδυνεύουμε έτσι να χάσουμε τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του χρόνου, που συνδέονται με το πέρασμα και τη ροή του. Γιατί η κίνηση του χρόνου δεν μπορεί να μετρηθεί ή να διαιρεθεί ως ποσότητα, χωρίς να επιφέρει αλλαγή στην ποιότητά του. Το βασικό πρόβλημα της υποκριτικής ξεκινά απ' την απόσταση μεταξύ θεατρικού κειμένου και θεατρικής πράξης, κι έχει σχέση με την απόσταση μεταξύ γραπτού λόγου και προφορικού. Ο γραπτός λόγος αποτελείται από προτάσεις «ενταφιασμένες» στο χαρτί, ενώ ο προφορικός από εκφωνήματα που αναπνέουν ζωντανά. Το εκφώνημα αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα ό,τι όντως λέγεται, αλλά και ό,τι υπονοείται. Το δεύτερο μάλιστα αφορά εν μέρει και μη λεκτικά συμφραζόμενα. Τέτοια εξωρηματικά μηνύματα είναι οι εκφράσεις του προσώπου των υποκειμένων, οι κινήσεις και οι χειρονομίες τους, οι νύξεις και τα συναισθήματα, η γενικότερη γλώσσα του σώματος, ο τόνος της φωνής τους και η εν γένει εξωλεκτική λοιπή πληροφόρηση που ανταλλάσσουν αναμεταξύ τους τα υποκείμενα. Ο,τι δηλαδή γίνεται στη ζωή. Η απλή όμως μίμηση μιας καθημερινής ζωής στην υποκριτική, η μίμηση μιας τυχαίας και χαοτικής καθημερινότητας, οδηγεί στην απόσβεση, στον μη εντοπισμό των βασικών ποιοτικών χαρακτηριστικών του Χρόνου.
Κι εδώ εμφανίζεται η αξία της μουσικής στη θεατρική πράξη. Οχι γιατί η μουσική ορίζεται, βάσει της παραδοσιακής αντίληψης, αποκλειστικά σε χρονικές κατηγορίες - άλλωστε η σύγχρονη μουσική έχει απομακρυνθεί απ' αυτή τη θέση -, αλλά γιατί η χρήση της, ως τεχνική της υποκριτικής, βοηθά στην επισήμανση αυτών των ποιοτικών χαρακτηριστικών του χρόνου. Στη μουσική μια μελωδία στο σύνολό της είναι παρούσα για όσο οι φθόγγοι που συγκαταλέγονται σε αυτήν ακούγονται ως μια αντιληπτική ενότητα. Ο χρόνος στη μουσική συγκροτείται στη συνείδησή μας ως ενέργημα που συνενώνει μνήμη, παροντική αντίληψη και αναμονή. Στη μελωδία παρελθόν, παρόν και μέλλον συγκατοικούν. Αρα μόνον αν αυτά τα εκφωνήματα στην υποκριτική, τα αντιμετωπίσουμε παράλληλα και ως μουσικούς φθόγγους, θα μπορέσουν να γίνουν πλήρως αναγνώσιμα και δεν θα χάσουν τις ποιοτικές διαφορές που εξελίσσονται μέσα στον χρόνο. Ετσι ναι, η θεατρική σκηνή μπορεί να θεωρηθεί μουσικό όργανο.
Λυδία Κονιόρδου
ηθοποιός
«Ξαφνικά ο χρόνος δεν υπάρχει»
Τότε, στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, στις πρόβες για την παραγωγή της «Οδύσσειας» σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Γουίλσον, ακουγόταν συχνά η φωνή του από τη σκοτεινή πλατεία να λέει στους ηθοποιούς: «Listen to the music, listen to the music!». Ακούστε τη μουσική! Τόσο στις πρόβες όσο και στην παράσταση ακουγόταν πάντα μουσική είτε παιγμένη ζωντανά είτε ηχογραφημένη. Εννοούσε όχι απλώς να ακούμε αφηρημένα, αλλά να συμπεριλάβουμε τη μουσική στη σκηνική μας αίσθηση, να συντονιστούμε με αυτήν. Στη δυσκολία μας να το καταλάβουμε ανέβηκε στη σκηνή για να μας εξηγήσει και να μας δείξει πώς να κινούμαστε πάνω στη σκηνή σαν να αγγίζουμε ένα μουσικό όργανο που παράγει ήχο με την παραμικρή κίνηση.
Μας πήρε αρκετό χρόνο να το πετύχουμε σαν ομάδα. Στο τέλος όμως, όταν όλα, μουσική, φώτα, σκηνικά, φροντιστήριο, τεχνικοί και ηθοποιοί έγιναν μέρος μιας κοινής μουσικής παρτιτούρας, αυτό το μικρό θαύμα σαν ουτοπία έγινε πραγματικότητα από ΟΛΟΥΣ! Μπήκαμε όλοι στην κοινή Ροή, με κοινό ρυθμό και Μέτρο. Γίναμε όλοι ένα.
Ισως οι πιο αγαπημένες κι αξέχαστες εμπειρίες μου στην παράσταση ήταν όταν στο διάστημα που δεν ήμουν στη σκηνή να κάθομαι σε μια δική μου σκοτεινή γωνίτσα στο παρασκήνιο και να παρακολουθώ. Από κει μπορούσα να βλέπω μέρος της σκηνής, αλλά κυρίως τη μαγική παράσταση που ξετυλιγόταν πίσω. Συμμετείχαμε όλοι, τεχνικοί, φροντιστές, ενδύτριες, μακιγιέρ, διεύθυνση σκηνής, ηθοποιοί, ένα μικρό χωριό. Ολοι συνδεόντουσαν με τη μουσική, τον λόγο, τον χορό, τους μαγικούς φωτισμούς, την εναλλαγή των σκηνικών και του φροντιστηρίου. Ολοι και όλα κινούνταν με μια ήρεμη, θαυμαστή ακρίβεια, ένα με τον ρυθμό, όταν και όσο έπρεπε. Η ενδύτρια που περίμενε τον ηθοποιό να αλλάξει με το επόμενο κοστούμι, οι τεχνικοί που κατόρθωναν άψογα την πολυσύνθετη σκηνή του Κύκλωπα, οι ατάκες των φωτισμών που ήταν σαν να χόρευαν κι αυτοί, καθώς συνομιλούσαν με τους ήχους, τη μουσική, τις φωνές και τα τραγούδια των ηθοποιών. Εκεί, έκθαμβη, απ' τη γωνιά μου κάθε βράδυ έβλεπα να συντελείται αυτό το θαύμα και δεν ήθελα να τελειώσει. Εκεί, όλοι μαζί, σαν μαγεμένοι, ήμασταν ένα. Μαζί, απόλυτα ενταγμένοι στον χρόνο, στον τόπο, στην αρμονία και στον κοινό ρυθμό. Εκεί, διαμιάς ένιωσα ότι όλοι εμείς, υποταγμένοι στον ρυθμό και στο μέτρο, ξαφνικά υπερβαίναμε τα εμπόδια, εγωισμούς, συμπλέγματα, φοβίες, ανασφάλειες. Κυρίως όμως υπερβαίναμε τον χρόνο. Ξαφνικά ο Χρόνος δεν υπήρχε πια. Για λίγο ήμασταν όλοι μαζί αθάνατοι.
Αυτή η ανάμνηση δεν θα με εγκαταλείψει ποτέ. Θα τη φέρω σαν έμπρακτη απόδειξη ότι ναι! μπορεί να γίνει, αφού εμείς μια χούφτα άνθρωποι του θεάτρου το κατορθώσαμε. Θα είμαι απεριόριστα ευγνώμων στον Γουίλσον και στους συνεργάτες, μπρος και πίσω από τη σκηνή, για το γεγονός ότι καταφέραμε, ακόμα και εν αγνοία μας, να νικήσουμε, όλοι μαζί τον χρόνο.
Ονειρεύομαι μια εποχή που θα γνωρίζουμε και στη σκηνή του Κόσμου τούτου ότι με κάθε μας λέξη, πράξη, κίνηση, σκέψη, συμβάλλουμε στην κοινή ροή, στον ρυθμό, στο μετρό. Οτι η αντίθεση δεν είναι υπονόμευση ή καταστροφή, αλλά υπέρβαση σε μια άλλη, νέα αρμονία, όπου ο καθένας στο μέτρο του στηρίζει τον ρυθμό. Να περπατάμε πάνω στη Γη σαν να παίζουμε ένα μουσικό όργανο. Σήμερα, όπου φαίνεται ότι τα κύματα των δυνάμεων του φόβου και της καταστροφής έρχονται αλλεπάλληλα, από όλο τον πλανήτη, πόσο απαραίτητη είναι η ενασχόληση των παιδιών και των νέων με την καλλιέργεια της μουσικής, της ποίησης, του θεάτρου, χορού, ζωγραφικής στο σχολείο. Οχι, δεν είναι χαμένος χρόνος. Είναι η μόνη μας ελπίδα, αν θέλουμε να σώσουνε τον πλανήτη και το μεγάλο χωριό των ανθρώπων πάνω του. Μέσα από τη γνωριμία με τις τέχνες μπορούν τα παιδιά να παρατηρούν τον ήχο, τη λέξη, την εικόνα, όχι απλά να τα χαζεύουν. Μέσα από το θέατρο, τη μουσική, να παίζουν. Να μπορούν να βρίσκουν χαρά μέσα σ' αυτό όλα μαζί, παίζοντας να ξεπερνούν την απάτη του διαχωρισμού, αφού όλα είναι ένα. Κι αυτό το παιχνίδι να μετατρέπεται σε ποίηση, τραγούδι, χορό μέσα στην ίδια τους τη ζωή, στον ρυθμό, στο μέτρο. Αφέλεια; Ουτοπία;
Νίκος Καραθάνος
ηθοποιός, σκηνοθέτης
«Εμαθα να διαβάζω τους ήχους»
Τις Κυριακές τα καλοκαίρια κατεβαίναμε με τον πατέρα μου από το ψηλότερο σημείο του χωριού κάτω στην πλατεία, έπρεπε να φοράμε σιδερωμένα ρούχα και τα καλά μας τα παπούτσια.
Την ώρα που φτάναμε και λίγο πριν φανούμε στην πλατεία μού φώναζε «πρόσεχε πώς περπατάς», η είσοδός μας ήταν μυθική και αργή, σαν να έρχεται ο μαέστρος της ορχήστρας μετά από 100 χρόνια, τριγύρω παρέες γηραιών ανθρώπων κουρασμένοι από την νεκροφάνειά τους σταματούσαν να μιλάνε και μας κοιτούσαν. Τον θυμάμαι να περπατάει με βήμα προσεκτικό μελετημένο με στόχο και ρυθμό, ίσως να βοηθούσε και το μπαστούνι από καστανιά που κρατούσε... Ενα πράγμα όμως μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Το πώς στεκόταν. Βλέπετε, αν και δεν πήγε ποτέ του σχολείο, ήξερε να στέκεται. Μέναμε λίγη ώρα και μετά φεύγαμε αθόρυβα, έτσι όπως αρμόζει να φεύγει κάποιος. Από τότε έμαθα να διαβάζω κάθε μου ήχο και ίχνος μου, ακόμα και τα σημάδια που αφήνει το σώμα στα σεντόνια στο κρεβάτι.
Γιώργος Νταλάρας
ερμηνευτής
«Η μυστική φωνή της ψυχής»
Η σκηνή δεν είναι κάτι μονοσήμαντo. Και για τον κάθε καλλιτέχνη είναι κάτι διαφορετικό. Μπορεί να είναι μουσικό όργανο, μπορεί να είναι η φωτιά της αναγέννησης, μπορεί να είναι ένα επαναστατικό οδόφραγμα ή ένα θυσιαστήριο. Ή ένα ιερό για μύστες. Είναι η αλήθεια ή η φρεναπάτη του. Η σκηνή είναι ένας ζωντανός οργανισμός που έχει δύο πνοές οι οποίες αλληλοτροφοδοτούνται. Η μια είναι το κοινό και η άλλη είναι η φωνή μας. Φαντασθείτε τον Μπρεχτ χωρίς τo κοινό του και το κοινό της Γερμανίας του Μεσοπολέμου χωρίς τον Μπρεχτ. Στην περίπτωση της μουσικής, ναι, η σκηνή είναι ένα μουσικό όργανο. Ευαίσθητο. Σημασία έχει να μην καλύψει ο εκκωφαντικός θόρυβος των μικροφώνων, των ενισχυτών και της αυταρέσκειας, τη μυστική φωνή της ψυχής και της αρχέγονης, πατροπαράδοτης συνέργειας που υφαίνει το τρίπτυχο του λόγου, της μουσικής και της ερμηνείας. Ανεβαίνω στη σκηνή σαν να μπαίνω σε ένα κλειστό δωμάτιο. Εχω εξασφαλίσει το πάτωμα και τη στέγη. Το στοίχημα είναι να ανοίξει διάπλατα και το παράθυρο προς την πλατεία. Να γίνει το θαύμα!
Δημήτρης Λιγνάδης
καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου
«Δεν υπάρχει θέατρο χωρίς την μουσική»
Η έννοια «Θέατρο και Μουσική» είναι μια πολύ μεγάλη έννοια, ένας ωκεανός θεμάτων που θα μπορούσε να αναπτύξει κανείς. Ετσι και εγώ ανεβαίνω πάλι στη δική μου σχεδία για να διαπλεύσω αυτόν τον ωκεανό, μια σχεδία ειλικρίνειας, εμπειρίας και αυθορμητισμού. Αν και στο σπίτι μου δεν ακούω σχεδόν καθόλου μουσική, ούτε στο αυτοκίνητο, ούτε όταν διαβάζω ή όταν δουλεύω στον υπολογιστή, στο θέατρο - εννοώ από τότε που ξεκίνησα να σκηνοθετώ - δεν μπορώ να κάνω τίποτα απολύτως, να κάνω πρόβα ή να εμπνευστώ για μια οποιαδήποτε σκηνή, χωρίς να ανακαλώ το στοκ με μουσικές που έχω στη δισκοθήκη τού μυαλού μου από τότε που ήμουνα παιδί. Για μένα το «Μουσικήν ποίει και εργάζου» είναι από τα σημαντικότερα τσιτάτα, τις πιο εμβληματικές φράσεις που έχουν ειπωθεί σε σχέση με το θέατρο. Για μένα το θέατρο - εξού και η μεγάλη μου αγάπη για τα κείμενα - είναι αμιγώς μία μουσική διαδικασία με τη στενή ή τη διασταλτική έννοια τού όρου «Μουσική». Συχνά, ενώ απευθύνομαι στους μαθητές μου τους λέω ότι ο τρόπος με το οποίο μιλάμε στα παιδάκια ή στα μικρά σκυλάκια, δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο που θα λέγαμε σε ένα μας φίλο «Μα τι όμορφος που είσαι». Τους λέμε «Τι όμορφο παιδάκι είσαι εσύ», ή «Τι είναι μωρέ». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι επειδή το παιδάκι ή το κουτάβι δεν καταλαβαίνουν το περιεχόμενο αυτού που τους λέμε, το συνειδητοποιούν όμως ως μουσική. Επομένως η μουσική είναι ο πρώτος αγωγός σε σχέση με την έκφραση και την επικοινωνία. Συχνά, μιμούμενος κάποιους παλιούς σκληρούς σκηνοθέτες, λέω στους μαθητές μου ή στους ηθοποιούς σκηνοθετώντας τους ότι αν είστε κωφοί και δεν μπορείτε ν' ακούσετε τη μουσική, δηλαδή τη μουσική της ατάκας, του λόγου, της σιωπής, τη ρυθμολογία - όταν λέμε μουσική δεν εννοούμε μόνο τη μελωδία, εννοούμε και τον ρυθμό - τότε δεν μπορώ να συζητήσω οτιδήποτε μαζί σας. Δεν γίνεται στο οποιοδήποτε έργο, ακόμη και του πιο ακραίου νατουραλισμού ή ρεαλισμού, να μην ακούτε τη μουσική ανάμεσα στις ατάκες. Το θέατρο από τη στιγμή που μιλάμε για ένα κείμενο είναι ευθύς εξαρχής μουσική. Προσωπικά για να εμπνευστώ για μια οποιαδήποτε σκηνή, χρειάζεται να βάλω μουσική από τη δική μου ψυχοδιανοητική δισκοθήκη. Μια δισκοθήκη που περιλαμβάνει μουσικές σίγουρα κλασικές, σίγουρα ηλεκτρονικές και κυρίως μουσικές που στα μικρά μου χρόνια με συνέδεσαν με κάποια συναισθηματικά γεγονότα. Αν δεν το αναλύσουμε ακούγεται κάπως εξεζητημένο, αλλά δεν μιλάω απλά για το μουσικό στοιχείο. Μιλάω για μια ζωτική διαδικασία όπως είναι το κατούρημα ή η εφίδρωση. Δεν υπάρχει θέατρο, δεν υπάρχει θεατρική πράξη, αν δεν υπάρχει μουσική, είτε η εξωτερική, η μουσική δηλαδή που έρχεται από τα ηχεία, η μουσική επένδυση που λέμε, είτε η μουσική που απορρέει από το ίδιο το κείμενο.
Γιώργος Κουμεντάκης
καλλιτεχνικός διευθυντής Εθνικής Λυρικής Σκηνής
«Η σκηνή είναι ένα μουσικό όργανο» (Μπομπ Γουίλσον)
Για αιώνες η κυρίαρχη αντίληψη για τη σκηνή ήταν εκείνη ενός αντηχείου, ενός τηλεβόα νοημάτων, που μετέδιδε - μεγεθυμένα - τα μεγάλα νοήματα των ποιητών. Οι, κατά βάση Γερμανοί, αρχαιολόγοι του 19ου αιώνα δημιούργησαν αυτόν τον μύθο του αρχαίου θεάτρου ως ενός τέλειου οργάνου ακουστικής, ερμηνεύοντας ακόμη και τις μάσκες ως εργαλεία ηχοενίσχυσης. Αυτή την εκδοχή του (αρχαίου) θεάτρου διαδαχτήκαμε στα σχολεία μας και οι μυριάδες τουριστών που επισκέπτονται την Επίδαυρο και υποβάλλονται στη δοκιμασία του νομίσματος τον απόηχο αυτής της ιδέας για το θέατρο βιώνουν.
Η ιδέα της σκηνής ως μουσικού οργάνου συνδέεται με την αντίληψη του 20ού αιώνα, μέγιστος εκφραστής της οποίας είναι ο Μπομπ Γουίλσον, για τη σκηνή ως χώρο δημιουργίας, ως ενός εργαλείου σύνθεσης εκφραστικών μέσων και όχι διάδοσης νοημάτων. Η διαφορά ανάμεσα στην ενίσχυση και την παραγωγή του ήχου είναι η διαφορά ανάμεσα στο θέατρο της αναπαραγωγής θεατρικών έργων και το θέατρο της σύνθεσης εκφραστικών μέσων, ανάμεσα στο θέατρο ως ερμηνευτική και το θέατρο ως δημιουργική τέχνη. Δεν είναι τυχαίο πως η όπερα υπήρξε το αισθητικό πρότυπο του Μπομπ Γουίλσον (που ονόμασε τα πρώτα, επαναστατικά του έργα όπερες, πριν γίνει ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες έργων του λυρικού ρεπερτορίου). Το βαγκνερικό ιδεώδες ήταν άλλωστε εκείνο που κινητοποίησε το θέατρο των αρχών του 20ού αιώνα προς κατευθύνσεις που υπερέβαιναν την από σκηνής απόδοση θεατρικών έργων. Η όπερα, που ακόμη και σήμερα κατηγορείται ως σκηνικά παρωχημένο είδος, υπήρξε από τη γέννησή της ένα εργαστήριο νέων μορφών ζωντανής παράστασης και ένας χώρος όπου θριαμβεύει (ενίοτε) το ιδεώδες της σκηνής ως οργάνου παραγωγής αυθεντικών συνθέσεων.
