Στο χωριό με φώναζαν «η εγγονή του Στρατολάτη». Δεν είχα όνομα και το περηφανευόμουν. Ας έμεναν οι τυπικότητες για την πόλη, για το σχολείο, αργότερα για το πανεπιστήμιο και ακόμα πιο μετά για τη δουλειά. «Η εγγονή του Στρατολάτη» ήταν τίτλος. Ανοιγε όλες τις πόρτες των μαγαζιών και τις καρδιές των χωρικών. Ολοι μού ήταν οικογένεια, όλοι μού ήταν θείες και θείοι και ξαδέρφια, όλες οι ταράτσες δικές μου για παιχνίδι, όλα τα τραπέζια μού είχαν φαγητό, όλα τα πλατύσκαλα του χωριού για τα πόδια μου, ήξερα απέξω κάθε εξόγκωμα κι αγριόχορτα που φύτρωναν ανάμεσα στις πέτρες, τρέχοντας ν’ ανέβω στην Αγια-Τριάδα για να φάω χαλβά απ’ τα χέρια της θείας Σταυρούλας, με τα μαλλιά της πάντα κότσο και τα τραχιά χέρια της να με αγκαλιάζουν. «Ελα, μάνα μου, φάε ένα κομματάκι ακόμα…» έλεγε και γελούσε ο θείος ο Νικήτας και φωτιζόταν το σπίτι μπλε απ’ τα μάτια του.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ