Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Η Ελλάδα ανήκει σε ένα ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον, στο οποίο αντιμετωπίζει μια σειρά από προκλήσεις ασφάλειας που περιλαμβάνουν παραδοσιακές διακρατικές συγκρούσεις, αλλά και ασύμμετρες απειλές που σχετίζονται με αυξημένες μεταναστευτικές ροές, τρομοκρατία, αλλά και υβριδικές επιχειρήσεις. Σε αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον ασφάλειας, η γραμμή ανάσχεσης - άμυνας, δεν είναι μόνο η συνοριακή γραμμή στον Έβρο ή ο εθνικός εναέριος χώρος, αλλά και ο κυβερνοχώρος. Ο τελευταίος συνιστά τη ραχοκοκαλιά των σύγχρονων κοινωνιών, οι οποίες είναι άμεσα εξαρτημένες από τα δίκτυα πληροφοριακών συστημάτων για να μεταφέρουν πάσης φύσεως δεδομένα. Οι προκλήσεις ασφάλειας στον κυβερνοχώρο περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων: επιθέσεις σε μηχανές αναζήτησης και κοινωνικά δίκτυα, διασπορά ψευδών ειδήσεων, επιθέσεις άρνησης εξυπηρέτησης στη δημόσια διοίκηση και στον ιδιωτικό τομέα, αλλά και επιθέσεις στα πληροφοριακά συστήματα των εθνικών κρίσιμων υποδομών. Ο κυβερνοχώρος είναι ένα τεχνολογικό, αλλά και κοινωνικοπολιτικό πεδίο, το οποίο επιτρέπει στον επιτιθέμενο να πετύχει τη δυσλειτουργία ενός πληροφοριακού συστήματος, την υποκλοπή δεδομένων, αλλά και την υπονόμευση της δημοκρατίας και της νομιμότητας των θεσμών.
Η αποτροπή στον κυβερνοχώρο μπορεί να λάβει δυο μορφές. Η πρώτη αφορά την αποτροπή μέσω άρνησης και η δεύτερη την αποτροπή μέσω αντιποίνων. Η πρώτη μορφή αφορά την έννοια της άμυνας. Η ανάπτυξη αμυντικών ικανοτήτων στον κυβερνοχώρο προκαλεί φθορά σε ενδεχόμενη επιχείρηση του αντιπάλου και συνεπώς συμβάλλει στην αύξηση του κόστους για αυτόν. Η δεύτερη μορφή, πέρα από τις αμυντικές ικανότητες, προϋποθέτει την ύπαρξη και επιθετικών ικανοτήτων. Η άσκηση αποτροπής στον κυβερνοχώρο απαιτεί την επένδυση πόρων και στις δυο της μορφές. Η αποτροπή ως μια έννοια που αποσκοπεί στη διατήρηση του status quo με την απειλή χρήση βίας είναι προβληματική στον κυβερνοχώρο, λόγω της σύνθετης φύσης του. Το νομικό καθεστώς των κυβερνοεπιθέσεων είναι ασαφές, μιας και πολλά περιστατικά λαμβάνουν χώρα σε μια γκρίζα περιοχή που βρίσκεται κάτω από το κατώφλι του πολέμου, καθιστώντας την επιλογή της αυτοάμυνας νομικά αμφίβολη. Η αδυναμία απόδοσης ευθύνης μιας κυβερνοεπίθεσης (attribution problem) καθιστά την αποτροπή ανέφικτη, εφόσον δεν προσδιοριστεί με επιτυχία και εγκαίρως η πραγματική ταυτότητα του επιτιθέμενου. Ένα άλλο ζήτημα είναι η αξιοπιστία των κυβερνοόπλων ως προς την αποτελεσματικότητά τους. Τα αποτελέσματα των κυβερνοεπιθέσεων δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα, όπως αυτά των συμβατικών επιχειρήσεων και επομένως καθίσταται δύσκολη η αξιολόγηση της χρησιμότητάς τους με πολιτικούς όρους.
Η δυσκολία άσκησης αποτροπής στον κυβερνοχώρο, έχει οδηγήσει τα πληροφοριακά ανεπτυγμένα κράτη, στην υιοθέτηση της αρχής της ανθεκτικότητας (resilience). Η ανθεκτικότητα αναφέρεται στη δυνατότητα που έχει ένας οργανισμός να συνεχίζει να λειτουργεί μετά από μια επίθεση και να επανέρχεται σε σύντομο χρονικό διάστημα σε μια κατάσταση ομαλότητας. Ως κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε, η Ελλάδα έχει την δυνατότητα να αντλήσει τεχνογνωσία στο πεδίο της κυβερνοασφάλειας και να αναπτύξει επαρκείς δείκτες ανθεκτικότητας. Ενδεικτικά, η συμμετοχή της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA) και στο Συνεργατικό Κέντρο Αριστείας για την Κυβερνοάμυνα του ΝΑΤΟ (CCDCOE) κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση.
Παράλληλα όμως με αυτά, η Ελλάδα οφείλει να υιοθετήσει μια πιο διευρυμένη αντίληψη για την εθνική ασφάλεια, την άμυνα και την αποτροπή και να στρέψει την προσοχή της πέρα από την προστασία των υποδομών και την ασφάλεια των δικτύων και των συνόρων, στην ανθεκτικότητα της ίδιας της κοινωνίας. Η υιοθέτηση δράσεων και μηχανισμών που αφορούν την κοινωνική συνοχή, την οικοδόμηση εμπιστοσύνης σε θεσμούς και την πίστη σε ένα εθνικό όραμα, προϋποθέτουν την ύπαρξη στρατηγικού σχεδιασμού εκ μέρους του συστήματος εθνικής ασφάλειας.
Ο Ανδρέας N. Λιαρόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς