Δεν είναι ανάγκη να υιοθετήσει κανείς τους χαρακτηρισμούς που επιφύλαξε ο γερμανικός Τύπος για την κυβέρνηση της Γερμανίας – «μη αλληλέγγυα», «μικρόψυχη» και «δειλή» – προκειμένου να επισημάνει το αυτονόητο. Και χωρίς αυτούς είναι προφανές πως η ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία αποτελείται από το σύνολο των εθνικών οικονομιών, θα χρειαστεί μια ενίσχυση που βρίσκεται στον αντίποδα των χαρακτηρισμών αυτών. Θα χρειαστεί αλληλεγγύη, μεγαλοψυχία και θάρρος για να μην κλονιστεί ανεπανόρθωτα από την υγειονομική κρίση.

Η αυριανή συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ είναι από αυτήν την άποψη πολύ σημαντική. Εκεί θα πρέπει να φανερωθούν τα πρώτα δείγματα του γεγονότος πως η λεγόμενη λοκομοτίβα της Ευρώπης έχει αρχίσει να απαλλάσσεται από τους φόβους του παρελθόντος της και πως δεν κατατρύχεται πλέον από το φάντασμα του πληθωρισμού και της Βαϊμάρης, αλλά αντιλαμβάνεται τις ανησυχίες και τις προκλήσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος ο σύγχρονος κόσμος.

Δεν θα πρέπει να αδικεί κανείς κανέναν. Δεν είναι εύκολη η επίδειξη γενναιοφροσύνης στις δύσκολες στιγμές. Είναι όμως ακριβώς αυτή η γενναιοφροσύνη χαρακτηριστικό των μεγάλων ηγεσιών. Οπως είναι και η διορατικότητα και η άσκηση μιας ηθικής ηγεσίας, της οποίας η γερμανίδα καγκελάριος είχε αποτελέσει ξεχωριστό παράδειγμα στην προσφυγική κρίση του 2015.

Η αυριανή συνεδρίαση δεν είναι επομένως μια τυπική συνεδρίαση τεχνοκρατών όπου θα κυριαρχήσουν οι αριθμοί. Είναι βαθιά πολιτική. Γιατί μπορεί να ήταν η οικονομία που ένωσε την Ευρώπη. Ηταν όμως πάντα η πολιτική που χάρασσε το μέλλον της.