Πέραν όλων των άλλων που διαθέτει ή έχει καταφέρει στην ένδοξη καριέρα του ο Σπανούλης αποτελεί και ένα τέρας αποφασιστικότητας, θεληματικότητας, ανταγωνιστικότητας και καλώς εννοούμενου εγωισμού, οπότε ενδεχομένως θα ήθελε να σύρει έναν τελευταίο χορό κι όπου τον βγάλει…
Εδώ ας μου επιτραπεί να γράψω ότι μου χρωστάει αυτή την επιστροφή. Από πού κι ως πού; Το βράδυ της 6ης Ιουλίου του 2012, μετά τη μοιραία ήττα από τη Νιγηρία και τον αποκλεισμό τη συνέχεια του Προολυμπιακού Τουρνουά στο Καράκας μου είχε πει σε μια συνέντευξη ότι «θα παίζω μέχρι τα σαράντα μου».
Ιδού λοιπόν η Βικτόρια και άμποτε η Σαϊτάμα, ιδού και το πήδημα!
Ασφαλώς η τοξικότητα που επικρατεί στα καθ’ ημάς είναι τόσο δυνατή, που δεν επιτρέπει στον (κάθε) Σπανούλη να δράσει αυτοβούλως και να κάνει αυτό που ενδεχομένως λέει η καρδιά του…
Ωστόσο ο αρχηγός του Ολυμπιακού έχει αποδείξει ότι θέλει, μπορεί και ξέρει να καταργεί τις διαχωριστικές γραμμές: στις 26 του περασμένου Μαρτίου πήγε στη Μητρόπολη για να πει το τελευταίο αντίο στον Θανάση Γιαννακόπουλο και μια ενδεχόμενη επιστροφή του στην Εθνική με προπονητή τον Πιτίνο και μετά τα όσα έχουν συμβεί, θα ενίσχυε έτι περαιτέρω την αποδοχή του ως οικουμενικού συμβόλου.
Αυτός ξέρει καλύτερα…
Η αρχή και το φινάλε(;)
Ο Σπανούλης πρωτοφόρεσε τη φανέλα της (κανονικής) Εθνικής ανδρών στις 6 Ιουλίου του 2004 στο Μπόρμιο σε φιλικό αγώνα με τη Σερβία και με συμπαίκτες τους Χατζή, Χαρίση, Δ. Παπανικολάου, Γιαννούλη, Τσαρτσαρή, Φώτση, Ζήση, Ντικούδη, Διαμαντίδη, Παπαδόπουλο και Κακιούζη. Αποσύρθηκε από τα δρώμενα στις 17 Σεπτεμβρίου του 2015 στη Λιλ μετά τον αγώνα του Ευρωμπάσκετ κόντρα στη Λετονία. Συνολικά αγωνίσθηκε 146 φορές και σκόραρε 1.494 πόντους, με κορυφαίες στιγμές το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του 2005 στο Βελιγράδι και το ασημένιο στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006 στη Σαϊτάμα, όπου παρεμπιπτόντως θα διεξαχθεί το Ολυμπιακό Τουρνουά του 2020.
ΥΓ: Την 1η Σεπτεμβρίου του 2006 μετέδιδα στην ΕΡΤ τον αλήστου μνήμης ημιτελικό με την Dream Τeam και κάποια στιγμή που ο Σπανούλης είχε την μπάλα και επιτεθόταν, φώναξα από το μικρόφωνο «Ελα Βασίλη, έλα Βασίλη». Το ίδιο ξαναλέω και τώρα ψιθυριστά. «Ελα Βασίλη, ξαναέλα Βασίλη»!







