Αλλαγή στον τόνο και στις αποχρώσεις του διαλόγου με την Τουρκία διαπίστωσε η ελληνική πλευρά έπειτα από τη συνάντηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Νέα Υόρκη. Η συνάντηση των δύο πολιτικών ηγετών πραγματοποιήθηκε σε καλό κλίμα, διήρκεσε περίπου μία ώρα και παρότι ο έλληνας Πρωθυπουργός, όπως μεταδίδουν οι συνεργάτες του, έθεσε τα ζητήματα με πολύ καθαρό τρόπο στον τούρκο πρόεδρο, η συζήτηση εξελίχθηκε με ειλικρίνεια και έξω από το πρωτόκολλο. Ο Ερντογάν θυμήθηκε τη συμβολή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και δήλωσε ότι ελπίζει να κάνει το ίδιο και ο γιος του και σημερινός Πρωθυπουργός της Ελλάδας.

Αν ο Ερντογάν απλώς κινεί τα πιόνια του στη διπλωματική σκακιέρα ή αν θέλει πραγματικά να ρίξει τους τόνους έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου, θα φανεί το προσεχές διάστημα. Και αν το Μεταναστευτικό και το Κυπριακό είναι δυσεπίλυτα προβλήματα που χρειάζονται χρόνο για να βρεθεί κάποια λύση, υπάρχουν δύο συμβολικά ζητήματα που ετέθησαν στο τραπέζι της συζήτησης και που η πρόοδος σε αυτά θα μπορούσε να είναι άμεση και να αποτελέσει τον δείκτη ειλικρίνειας και καλής θέλησης από την τουρκική πλευρά.

Η Σχολή της Χάλκης. Το πρώτο αφορά την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, ένα θέμα που δεν είναι αμιγώς διμερές καθώς αφορά την υποχρέωση της Τουρκίας προς την ΕΕ για τον σεβασμό της θρησκευτικής ελευθερίας, αλλά είναι λογικό να το θέτει η Ελλάδα εξαιτίας της αυξημένης ευαισθησίας της για το ζήτημα. Ο τούρκος πρόεδρος δήλωσε στον συνομιλητή του ότι όχι μόνο αντιμετωπίζει θετικά το αίτημα, αλλά και ότι η κυβέρνησή του θα συνεργαστεί με την ελληνική ώστε να υπάρξει πρόοδος στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας, το οποίο θα συγκληθεί τους επόμενους μήνες. Ασφαλώς το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας θα ασχοληθεί με όλα τα ζητήματα που αφορούν τις δύο χώρες και η προετοιμασία του ανατέθηκε στους δύο υπουργούς Εξωτερικών Νίκο Δένδια και Μεβλούτ Τσαβούσογλου.

Η πλευρά της Τουρκίας αναφέρθηκε στη μουσουλμανική μειονότητα στη Δυτική Θράκη, αλλά ζήτησε να λειτουργήσουν και τα δύο τζαμιά, τα οποία είναι μνημεία οθωμανικής πολιτιστικής κληρονομιάς, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη (όπου είναι πιο εύκολο να τεθεί σε λειτουργία).

Οι οικονομικές σχέσεις. Το δεύτερο θέμα αφορά την οικονομία, τις οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών, αλλά και τις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των επιχειρήσεων. Η τουρκική πλευρά βλέπει ότι η ελληνική οικονομία αρχίζει να ανακάμπτει και επειδή εκτιμούν ότι η πορεία της θα είναι ακόμα καλύτερη ευελπιστούν σε βελτίωση των οικονομικών σχέσεων και σε υπερδιπλασιασμό του εμπορικού ισοζυγίου μεταξύ των δύο χωρών – από 4 δισ. ευρώ που είναι σήμερα, να αγγίξει τα 10 δισ. ευρώ.

Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, η Ελλάδα εξέφρασε τη στήριξή της στην Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά εκεί συνάντησε αντίσταση από τον Ερντογάν, ο οποίος θεωρεί ότι η στάση της ελληνοκυπριακής πλευράς δεν είναι εποικοδομητική. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης τού απάντησε ότι συντάσσεται με την πρόταση του Νίκου Αναστασιάδη για εξασφάλιση δίκαιου μεριδίου, και για τις δύο κοινότητες του νησιού, από την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου της Κύπρου.

Το Μεταναστευτικό, ένα ζήτημα που καίει την Ελλάδα και την Ευρώπη και χρησιμοποιείται ως μέσο πίεσης από την Τουρκία προς την ΕΕ, δεν μπορούσε να μην περιλαμβάνεται στην ατζέντα της συζήτησης. Η ελληνική πλευρά ζήτησε να επανέλθουν οι προσφυγικές ροές στον αριθμό που υπήρχε στις αρχές του χρόνου και ήταν εξαιρετικά μειωμένος. Επίσης, δήλωσε ότι θεωρεί εφικτό να ελέγξει η Τουρκία τα δίκτυα διακίνησης στο εσωτερικό της αλλά και στη θάλασσα και συμφωνήθηκε να καταβληθεί κάθε προσπάθεια να περιοριστούν οι μεταναστευτικές ροές. Το μήνυμα της ελληνικής κυβέρνησης ήταν «βοηθήστε μας στο Μεταναστευτικό για να σας βοηθήσουμε κι εμείς στο αίτημα για αύξηση των πόρων για το Μεταναστευτικό στην Ευρωπαϊκή Ενωση». Η συνέχιση του διαλόγου για το θέμα αυτό ανατέθηκε στον Γιώργο Κουμουτσάκο και στον τούρκο υπουργό Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού.

Η συνάντηση ολοκληρώθηκε με τη συμφωνία για στενή συνεργασία των δύο κυβερνήσεων για την οικοδόμηση καλύτερου κλίματος προς όφελος των λαών των δύο χωρών και της σταθερότητας στην περιοχή.

Σε αυτή συμμετείχαν από ελληνικής πλευράς ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, ο υφυπουργός Εξωτερικών Κώστας Φραγκογιάννης, ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ και κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, η διπλωματική σύμβουλος του Πρωθυπουργού Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, ο προϊστάμενος γραφείου θεμάτων Ευρωπαϊκής Ενωσης Δημήτρης Μητρόπουλος και η μόνιμη αντιπρόσωπος της Ελλάδας στα Ηνωμένα Εθνη Μαρία Θεοφίλη.