Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
«Υψηλό κίνδυνο να εισέλθει σε ύφεση σε ένα με δύο χρόνια διατρέχει η ευρωζώνη» επισημαίνει ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Peterson Ανταμ Πόζεν, στη συνέντευξη που έδωσε στα «ΝΕΑ». Μάλιστα, ο αμερικανός οικονομολόγος που επισκέφθηκε πρόσφατα τις Βρυξέλλες για να συμμετάσχει σε συνέδριο, εκτιμά ότι ο κίνδυνος της ύφεσης στην ευρωζώνη είναι διπλάσιος από αυτόν που διατρέχουν οι ΗΠΑ και τονίζει ότι «αν η Ευρώπη δεν αποφύγει μία κατακόρυφη ύφεση, τότε Ελλάδα και Ιταλία θα βρεθούν σε δυσκολότερη θέση από την άποψη του δημόσιου χρέους».
Στηρίζει την πρόβλεψή του περισσότερο σε αδυναμίες της ίδιας της ευρωπαϊκής οικονομίας, παρά σε εξωγενείς παράγοντες, όπως τον αντίκτυπο που θα έχουν οι εμπορικές εντάσεις στην οικονομία της Ευρώπης. «Είναι υπερβολική η εκτίμηση των επιπτώσεων από τον εμπορικό πόλεμο» λέει και αποδίδει τις απαισιόδοξες προβλέψεις του για την ευρωπαϊκή οικονομία στον συνδυασμό μιας σειράς άλλων παραμέτρων: χαμηλός πληθωρισμός, χαμηλά επιτόκια, χαμηλή ανάπτυξη, αδύναμοι μοχλοί ανάπτυξης στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες, δομική πίεση στην ευρωπαϊκή βιομηχανία και κυρίως στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία. «Πρόκειται για παραμέτρους που υποδεικνύουν την ανάγκη να δοθούν δημοσιονομικά κίνητρα για να ενισχυθεί η ευρωζώνη» λέει ο ειδικός σε θέματα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, «κάτι, όμως, που δεν γίνεται».
Η ευρωζώνη
Παρά τις προσπάθειες του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν για τη σύσταση ενός κοινού προϋπολογισμού στην ευρωζώνη, το εγχείρημα δεν προχώρησε επαρκώς, επισημαίνει ο Πόζεν. «Δεν θα υπάρχει ένας τέτοιος μηχανισμός πριν από την επόμενη ύφεση, οπότε θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή πολιτικές δημοσιονομικής επέκτασης» επισημαίνει ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Peterson, που εδρεύσει στη Ουάσιγκτον. «Χρειάζεται μια μεγάλη επενδυτική πρωτοβουλία δημόσιων επενδύσεων, πολύ μεγαλύτερη από το σχέδιο Γιούνκερ» τονίζει, επεξηγώντας ότι θα μπορούσε να υπάρξει «μία νέα πράσινη συμφωνία». Ενισχύει, μάλιστα την άποψή του ανατρέχοντας στη θέση που έχει εκφράσει ο καθηγητής στο ΜΙΤ και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ. Ο Μπλανσάρ, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο από τη θέση του στο ΔΝΤ στα κρίσιμα πρώτα χρόνια της ελληνικής κρίσης, υποστηρίζει ότι ο κίνδυνος υψηλού χρέους, όχι για χώρες όπως η Ελλάδα, αλλά για πλούσιες μεγάλες χώρες είναι χαμηλότερος από την επικρατούσα αντίληψη. «Οι κίνδυνοι μιας ύφεσης είναι μεγαλύτεροι από την προοπτική ενός επιπρόσθετου χρέους μερικών ποσοστιαίων μονάδων» επεξηγεί ο Πόζεν.
Η συζήτηση επεκτάθηκε στον ρόλο της ΕΚΤ. «Χρειάζεται ο αντικαταστάτης του Μάριο Ντράγκι να είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα εργαλεία και να πιέσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να ασκήσουν κατάλληλη δημοσιονομική πολιτική. Δεν έχω αμφιβολία ότι η Κριστίν Λαγκάρντ θα το κάνει» δήλωσε ο Πόζεν. «Υπάρχει δίκαια η αντίληψη ότι η Λαγκάρντ κινείται εντός των κανονικών πλαισίων ενός κεντρικού τραπεζίτη. Δεν είναι αντίθετη στην ποσοτική χαλάρωση, ούτε στον δανεισμό υπό προϋποθέσεις προς τις κυβερνήσεις, δεν ανησυχεί υπερβολικά για τον πληθωρισμό».
Δύσκολα για την Ελλάδα
Επανερχόμαστε στο ζήτημα της Ελλάδας και ο Ανταμ Πόζεν επεξηγεί περαιτέρω την άποψή του γύρω από τη δύσκολη θέση στην οποία θα βρεθεί η Ελλάδα σε περίπτωση ευρωπαϊκής ύφεσης. Επισημαίνει ότι το εύρος της δυσκολίας θα εξαρτηθεί, φυσικά, από τη διάρθρωση της φορολογικής πολιτικής και των δαπανών, αλλά και από την ανεκτικότητα των αγορών. «Είναι ευκολότερο για την Ελλάδα και την Ιταλία να κάνουν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική όταν γίνεται από όλους ή αρκετούς στην Ευρώπη. Η θλιβερή πραγματικότητα είναι ότι αν η Ελλάδα το κάνει μόνη της, τότε δεν θα πάει καλά» τονίζει. «Η άποψή μου, την οποία έχω εκφράσει από την αρχή της κρίσης, είναι ότι το ελληνικό χρέος θα έπρεπε να έχει αναδιαρθρωθεί, έτσι ώστε οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες να επιβαρυνθούν με μεγαλύτερο μερίδιο των απωλειών από ό,τι οι έλληνες κάτοχοι ομολόγων». Θεωρεί, πάντως, ότι το ελληνικό χρέος χρειάζεται περαιτέρω αναδιάρθρωση παρά τη συμφωνία του Ιουνίου του 2018. «Θα ήταν χρήσιμη για να δώσει στην Ελλάδα περισσότερο δημοσιονομικό χώρο. Δεν είμαι αφελής, γνωρίζω ότι δεν είναι στις προθέσεις των Ευρωπαίων, αλλά αυτή είναι η θλιβερή πραγματικότητα. Η κατάσταση για την Ελλάδα είναι δύσκολη. Μπορείς να μιλάς για μεταρρυθμίσεις, όμως η εμπειρία, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά γενικότερα στην Ευρώπη, δείχνει ότι οι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται πολύ χρόνο για να εφαρμοστούν, και εφόσον προχωρήσουν, χρειάζεται ανάπτυξη για να αποδώσουν καρπούς».
Οι επενδύσεις
Θα πετύχει τον στόχο της προσέλκυσης επενδύσεων η Ελλάδα; «Προφανώς είναι ελκυστικότερη από ό,τι ήταν πριν από μερικά χρόνια. Είναι πιθανό, αλλά χρειάζεται επενδύσεις που θα συμβάλουν στη μεταφορά τεχνολογίας, στην ενίσχυση της απασχόλησης και μιας σταθερής αναπτυξιακής πορείας. Η πώληση ακινήτων σε ξένους δεν θα φέρει την αναμενόμενη ανάπτυξη» δηλώνει κατηγορηματικά. Πάντως, ο αμερικανός οικονομολόγος, ο οποίος έχει διατελέσει σύμβουλος σε κεντρικές τράπεζες, κυβερνήσεις και διεθνείς επενδυτές σε ζητήματα μακροοικονομικών προκλήσεων, εκτιμά ότι «επειδή η Ελλάδα είναι μικρή χώρα, ένας μικρός και μόνο αριθμός επενδυτικών συμφωνιών θα προκαλούσε σημαντική αλλαγή».
Σχετικά με την οικονομία των ΗΠΑ, ο Ανταμ Πόζεν θεωρεί ότι οι ενδείξεις είναι μεικτές, οπότε δεν είναι ξεκάθαρο αν η οικονομία επιβραδύνεται ή αν εισέρχεται σε ύφεση. Επεξηγεί ότι υπάρχουν δύο στοιχεία, αφενός οι σημαντικά αρνητικές ενδείξεις για πολλές πτυχές της οικονομίας και αφετέρου το ότι η καμπύλη αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων φαίνεται ότι αντιστρέφεται, που δείχνουν ότι ενδέχεται να υπάρχει ύφεση σε έναν ή ενάμιση χρόνο. Επισημαίνει, όμως, αμέσως ότι «θα πρέπει να είναι κανείς επιφυλακτικός», διότι με δεδομένο το QE και τις αλλαγές λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι ενδείξεις μπορεί να μην επιδέχονται την ίδια ερμηνεία, όπως στο παρελθόν. Ο ίδιος προβλέπει επιβράδυνση, αν και δηλώνει ότι νιώθει λιγότερο σίγουρος για την εκτίμηση σε σχέση με το παρελθόν. Θεωρεί ότι ένα μέρος της επιβράδυνσης «διορθώνεται» από την ποσοτική χαλάρωση. Εκτιμά, πάντως, ότι παρά τις πολιτικές Τραμπ θα υπάρξει στις ΗΠΑ δημοσιονομική ώθηση το 2020 και ο ρυθμός ανάπτυξης θα κινηθεί μεταξύ 1,75% και 2% του ΑΕΠ.