Σε λίγες ημέρες η Ελλάδα θα έχει νέα κυβέρνηση. Συμπτωματικά δε, αν δεν διαταραχθεί ο εκλογικός κύκλος, Ελλάδα και Τουρκία θα οδεύσουν εξίσου σε εκλογές το πρώτο εξάμηνο του 2023. Βέβαια, μέχρι τότε πολλά μπορεί να συμβούν. Ποιες είναι, όμως, οι κυριότερες προκλήσεις για την επόμενη ελληνική κυβέρνηση;

Για να θέσουμε τον κεντρικό προβληματισμό μας, θα πρέπει πρώτα να αξιολογήσουμε τις συνέπειες ενός εκ των ανατρεπτικών σεναρίων, αυτού της ρήξης Τουρκίας – ΗΠΑ. Η Αγκυρα αγοράζοντας τους S-400 βγαίνει από το πρόγραμμα των F-35 και βρίσκεται αντιμέτωπη με κυρώσεις που πλήττουν οικονομία και αμυντική βιομηχανία. Η Αθήνα εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο προμήθειας F-35, ενώ καλείται να μετατραπεί σε επιχειρησιακό κέντρο των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή. Ακόμη και αν το αντάλλαγμα είναι η εμβάθυνση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων σε διάφορα πεδία (οικονομία, ενέργεια), παραμένει ερωτηματικό κατά πόσο η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να «μπει στα παπούτσια» της Τουρκίας, αλλοιώνοντας έτσι τα γνωρίσματα που τη χαρακτηρίζουν ως κράτος – γέφυρα και πόλο σταθερότητας στην περιοχή, αντιθέτως με τον ανατολικό της γείτονα. Από την άλλη, σε μια τέτοια περίπτωση, θωρακιζόμαστε περαιτέρω, αλλά ελλοχεύει ο κίνδυνος να χρησιμοποιείται η Ελλάδα ως φορέας μέσω του οποίου η Τουρκία θα διαβιβάζει μηνύματα προς τις ΗΠΑ ή/και θα τεστάρει την αποφασιστικότητά τους να μας στηρίζουν σε διάφορες περιστάσεις, ακόμη και σε πιο ακραίες. Επιπρόσθετα, δεδομένου ότι εντείνεται (και) στην Ανατολική Μεσόγειο η αντιπαράθεση των ΗΠΑ με τις Ρωσία και Κίνα, πιθανόν να πιεστούμε να διαλέξουμε ξεκάθαρα στρατόπεδο. Υπό αυτό το πρίσμα, θα αυξηθεί η σημασία της συνεργασίας μας με τη Γαλλία τόσο για λόγους ισορροπίας όσο και πρακτικούς (π.χ. αγορά δύο ποιοτικών φρεγατών). Ολα αυτά βέβαια συνεπάγονται οικονομικές θυσίες που αφορούν τους έλληνες πολίτες και σχετικές αποφάσεις μόνο εύκολες και δημοφιλείς δεν θα είναι.

Ευθύς αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη τουρκική επιθετικότητα στην κυπριακή ΑΟΖ, να διερευνήσει τις δυνατότητες αποτελεσματικής παρέμβασης από πλευράς ΕΕ (θα περάσει κλιμακωτά στην πράξη εφόσον η Αγκυρα συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο;), να διασφαλίσει από κοινού με την Κύπρο και άλλα εμπλεκόμενα μέρη την απρόσκοπτη συνέχιση του ενεργειακού προγράμματος της Λευκωσίας, να εξασφαλίσει ισορροπημένους όρους για την επανέναρξη των συνομιλιών του Κυπριακού και ταυτόχρονα να ανοίξει έναν νέο και ουσιαστικό δίαυλο επικοινωνίας και εμπιστοσύνης με τον Ερντογάν.

Εκ των μεγάλων ερωτηματικών είναι αν η επόμενη κυβέρνηση θα προχωρήσει σε επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στο Ιόνιο (είχε λάβει σαφείς αποστάσεις από την απερχόμενη), μα κυρίως κατά πόσο προτίθεται να ανακηρύξει μονομερώς ΑΟΖ ή να καταθέσει συντεταγμένες στον ΟΗΕ. Επισημαίνεται ως προς τα δύο τελευταία πως δεν διαφαίνεται τέτοια πρόθεση. Το κυριότερο βέβαια είναι το πλάνο διευθέτησης των διμερών διαφορών με την Τουρκία. Απευθείας συνομιλίες, προσφυγή σε διεθνές δικαστήριο, συνδυασμός των δύο ή διαχείριση των αυξομειούμενων κρίσεων έως ότου παραλάβει την «καυτή πατάτα» η επόμενη κυβέρνηση, αν βέβαια δεν έχει μεσολαβήσει κάποιο επεισόδιο; Εξίσου, η επιλογή του χρόνου και των προϋποθέσεων της διαπραγμάτευσης είναι καθοριστική, δεδομένης της κινητικότητας που εντοπίζεται τις τελευταίες εβδομάδες, με την Τουρκία να προσπαθεί να προκαταλάβει τις εξελίξεις, αντιστρέφοντας τους δυσμενείς για αυτήν όρους. Επειδή στο τέλος της διαδρομής θα επιδιωχθούν ευρύτερες συνεννοήσεις, με παρότρυνση και των εταίρων μας, πρέπει να φροντίσουμε ώστε αυτές να έχουν ελληνική σφραγίδα, αποφεύγοντας δυσάρεστες εκπλήξεις.

Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι γενικός διευθυντής του ΙΔΙΣ

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.
Vidcast: Στα Σχοινιά