Σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο, σε όλες σχεδόν τις δημοκρατίες, έχει παρατηρηθεί ότι υπάρχει ο περίφημος εκλογικός δημοσιονομικός κύκλος. Εχει διαπιστωθεί, δηλαδή, ότι στις προεκλογικές περιόδους οι κυβερνήσεις που βρίσκονται στην εξουσία «χαλαρώνουν» τη δημοσιονομική πολιτική, τόσο στο σκέλος των δημοσίων εσόδων όσο και στο σκέλος των δημοσίων δαπανών.

Στο σκέλος των εσόδων, παρατηρείται μια σχετική μείωση της φορολογικής πίεσης με τη μορφή φορολογικών απαλλαγών, μείωσης των συντελεστών έμμεσης και άμεσης φορολογίας ή ακόμη και με διευκολύνσεις στην πληρωμή των φόρων από τους πολίτες ή τις επιχειρήσεις.

Στο σκέλος των δημοσίων δαπανών, είναι συνηθισμένο φαινόμενο κατά την προεκλογική περίοδο οι κυβερνήσεις να χορηγούν αυξήσεις στους δημοσίους υπαλλήλους, στους συνταξιούχους και να προσλαμβάνουν νέους δημοσίους υπαλλήλους, με διάφορους τρόπους.

Προφανώς, το μείγμα της δημοσιονομικής χαλάρωσης ποικίλει. Αλλοτε δηλαδή «χαλαρώνει» το φορολογικό βάρος, άλλοτε αυξάνονται οι δημόσιες δαπάνες, ανάλογα με τις δυνατότητες που υπάρχουν και ανάλογα με τις εκτιμήσεις των εκάστοτε κυβερνήσεων για τον βαθμό εκλογικού επηρεασμού των ψηφοφόρων από τη λήψη κάθε συγκεκριμένου μέτρου δημοσιονομικής χαλάρωσης.

Υπάρχουν πολλές επιστημονικές μελέτες που αναλύουν αυτή την κοινή διαπίστωση, τόσο για τη χώρα μας όσο και για άλλες χώρες. Οι μελέτες αυτές δείχνουν ότι το μέγεθος αυτής της προεκλογικής δημοσιονομικής χαλάρωσης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες.

Πρώτα από όλα, εκτιμώνται από τις κυβερνήσεις τα περιθώρια δημοσιονομικής ελάφρυνσης που μπορεί να είναι «επιτρεπτά», είτε επειδή θα καταγγελθούν ως προεκλογικά μέτρα από την αντιπολίτευση είτε επειδή αντιβαίνουν σε πιθανές δεσμεύσεις σε ευρωπαϊκό ή διεθνές επίπεδο.

Επιπλέον, το μέγεθος της ελάφρυνσης εξαρτάται και από τις προεκλογικές εκτιμήσεις των κυβερνήσεων. Οταν δεν φαίνεται να υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να κερδηθούν οι εκλογές από το κόμμα ή τα κόμματα που είναι στην κυβέρνηση πριν από τις εκλογές και έτσι αυτά να αναλάβουν και πάλι κυβερνητικές ευθύνες, τότε έχουν την τάση να είναι περισσότερο «γενναιόδωρα» σε προεκλογικές παροχές.

Σε αυτή την προεκλογική δημοσιονομική χαλάρωση, δεν αντιστέκονται ούτε τα κεντροδεξιά ούτε τα κεντροαριστερά κόμματα, όταν βρίσκονται στην κυβέρνηση. Ωστόσο, σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες η αντίσταση της κοινωνίας των πολιτών ή/και η ύπαρξη σχετικής συνταγματικής διάταξης (π.χ. στη Γερμανία) περιορίζει τις δυνατότητες μιας τέτοιας δημοσιονομικής εκτροπής.

Στη χώρα μας το φαινόμενο αυτό έχει παρατηρηθεί σχεδόν σε όλες τις μεταπολιτευτικές προεκλογικές περιόδους, με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση, εκτός από τη δεκαετία του ’90 κατά την περίοδο της προετοιμασίας για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ.

Στην περίοδο της εφαρμογής των Μνημονίων 2010 – 2018, προφανώς δεν υπήρξε κανένα περιθώριο δημοσιονομικής χαλάρωσης στις προεκλογικές περιόδους του 2012 και του 2015. Ωστόσο, μετά την έξοδο από τα Μνημόνια το 2018, φαίνεται να επανέρχεται η γνωστή συνήθεια, παρά τις αυστηρές ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της χώρας και τις προειδοποιήσεις της ΕΕ. Το ζήτημα είναι ότι η κυβέρνηση μοιάζει να μην έχει αντιληφθεί ότι η ελληνική οικονομία παραμένει εξαιρετικά εύθραυστη και υπερβολικά χρεωμένη.

O Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και αντιπρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός