Σχεδόν αμέσως μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο σημερινός υπουργός Παιδείας ανήγγειλε την αλλαγή του συστήματος εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Δεν ήταν ο πρώτος και, θα ήθελε να ελπίζει κανείς με βάση το αποτέλεσμα, πως δεν θα είναι ούτε ο τελευταίος. Είναι όμως ο μόνος που, όλον αυτόν τον καιρό που υπηρετεί το αξίωμά του, σβήνει και γράφει στις πλάτες των μαθητών.

Σαν να μην έφτανε αυτό, το εύρος των προτάσεων που ο υπουργός Παιδείας προαναγγέλλει συνήθως από τηλεοράσεως περιλαμβάνει τα πάντα και τα αντίθετά τους. Τη μια καταργεί τις εξετάσεις, την άλλη θεσπίζει εθνικό απολυτήριο κι έπειτα αποσυνδέει τη βαθμολογία του απολυτηρίου από την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο για να αλλάξει ξανά και ξανά τον αριθμό των εξεταζόμενων μαθημάτων, να καταργήσει κάποια που θεωρεί περιττά κι έπειτα να εισαγάγει άλλα για τα οποία όμως δεν υπάρχει ακόμη εγχειρίδιο.

Η Παιδεία έχει ανάγκη από εθνική πολιτική. Αλλά εθνική πολιτική σημαίνει διάλογος, ανοικτοί ορίζοντες, ζύμωση ιδεών. Σημαίνει ό,τι ακριβώς δεν κάνει ένας υπουργός που συνηθίζει να επιβάλλει τις απόψεις του ετσιθελικά σε μια σειρά από ζητήματα που αφορούν όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης. Αλλά σε ό,τι αφορά το σύστημα εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση ακολουθεί στον μοναχικό διάλογο, στον οποίο φαίνεται να βρίσκεται μονίμως με τον εαυτό του, τη ρήση του Γκράουτσο Μαρξ: Εχει τις απόψεις του, αλλά εάν δεν του αρέσουν έχει κι άλλες.