Τεκτονικές επιπτώσεις στην εκπαίδευση θα έχει η οικονομική κρίση στην επόμενη δεκαετία. Οπως αναφέρει η σχετική μελέτη που έκανε το Ιδρυμα Βιομηχανικών και Οικονομικών Μελετών (ΙΟΒΕ), η μείωση του μαθητικού πληθυσμού που έχει ήδη σημειωθεί οφείλεται, από τη μια πλευρά, στη φυγή από τη χώρα χιλιάδων αλλοδαπών μαθητών μετά την έναρξη της κρίσης. Από την άλλη πλευρά, όμως,  η μείωση των γεννήσεων κατά σχεδόν 30% (από 118 χιλ. το 2008 σε 88,5 χιλ. το 2017) έχει ήδη καταγραφεί στο νηπιαγωγείο και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου.

Κατ’ επέκταση, αν δεν γίνουν ριζικές αλλαγές τα επόμενα χρόνια, αναμένεται να οδηγήσει σε μεγάλη συρρίκνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς κάθε νέα χρονιά θα εισέρχεται στην εκπαίδευση μικρότερος αριθμός μαθητών από όσους ολοκληρώνουν και αποχωρούν. Οπως υποστηρίζει η σχετική πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, «οι μεταβολές αυτές στον μαθητικό πληθυσμό αποτελούν έμμεσες και βαθύτερες επιπτώσεις της κρίσης στην εκπαίδευση, καθώς συνδέονται με τη μεγάλη μείωση της απασχόλησης που σημειώθηκε, τη διάρκεια της ύφεσης της οικονομίας και της καθυστέρησης της ανάκαμψης της απασχόλησης, τις επιπτώσεις στον οικογενειακό προγραμματισμό λόγω της αβεβαιότητας και της έλλειψης οικονομικής εμπιστοσύνης που επήλθε, καθώς και την εξωτερική μετανάστευση αλλοδαπών και Ελλήνων σε αναπαραγωγική ηλικία».

ΣΟΚ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ. Την ίδια στιγμή, η μελέτη του Ιδρύματος έδειξε ότι ενώ ο αριθμός των εκπαιδευτικών μετά την έναρξη της κρίσης μειώθηκε κατά 15,6% (από 180 χιλ. σε 152 χιλ., δηλ. 28 χιλ. λιγότεροι), η αναλογία μαθητών – εκπαιδευτικών στην Πρωτοβάθμια (νηπιαγωγείο και δημοτικό) και Δευτεροβάθμια (γυμνάσιο, λύκειο, επαγγελματική εκπαίδευση) παραμένει στην Ελλάδα διαχρονικά μικρότερη από τις άλλες χώρες της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ.

Οι διαφορές αυτές δεν οφείλονται στη γεωμορφολογία της χώρας, καθώς ακόμα και στις κεντρικές περιφέρειες της χώρας (την Αττική, την Κεντρική Μακεδονία κ.λπ.), όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, έχουμε περισσότερους εκπαιδευτικούς ανά μαθητή από τις άλλες χώρες. Οι αναλογίες εκπαιδευτικών – μαθητών καθορίζονται πρωτίστως από α) τον αριθμό των μαθητών και των εκπαιδευτικών β) τον τρόπο διαχείρισης και αξιοποίησης του εκπαιδευτικού προσωπικού (ωράρια εργασίας και διδασκαλίας), γ) τον τρόπο διαχείρισης και αξιοποίησης του λοιπού διοικητικού και βοηθητικού προσωπικού των σχολικών μονάδων, δ) τη διάρθρωση και διαχείριση του δικτύου σχολικών υποδομών (μέγεθος σχολικών μονάδων και σχολικών τάξεων) και ε) του προγράμματος λειτουργίας των σχολείων. Οπως εξηγεί η μελέτη, «οι ελλείψεις και τα κενά εκπαιδευτικών που παρουσιάζονται κάθε χρόνο στα ελληνικά σχολεία οφείλονται περισσότερο σε διαχειριστικές αδυναμίες της κεντρικής διοίκησης, στην αξιοποίηση και διαχείριση του προσωπικού της εκπαίδευσης, του δικτύου σχολικών υποδομών και του σχολικού προγράμματος».

Επομένως, τονίζει η μελέτη του ΙΟΒΕ, η ελληνική εκπαίδευση αντιμετωπίζει διπλή πρόκληση. Από τη μια, να συγκλίνει τη λειτουργία της με τις άλλες χώρες, βελτιώνοντας και τη ποιότητά της και, από την άλλη, να αντιμετωπίσει το επερχόμενο σοκ της συρρίκνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος τα προσεχή χρόνια.