Ηταν 29 Οκτωβρίου του 2017. Ο Πιοτρ Τζέσνι, ένας 54χρονος χημικός, κατέβηκε στην Πλατεία Παρελάσεων, στο κέντρο της Βαρσοβίας, μοίρασε αντίγραφα ενός φυλλαδίου που είχε συντάξει ο ίδιος, περιέλουσε τον εαυτό του με εύφλεκτο υλικό και αυτοπυρπολήθηκε. Ηταν «ένας απλός άνθρωπος», έτσι είχε αυτοπροσδιοριστεί, που ήθελε να διαμαρτυρηθεί για «τον περιορισμό των πολιτικών δικαιωμάτων», «τη συντριβή της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων», «τον συγκεντρωτισμό του κράτους» και τον «μη σεβασμό του Συντάγματος». «Θα ήθελα ο πρόεδρος του PiS και όλη η νομενκλατούρα του κόμματος να σημειώσουν πως είναι ευθέως υπεύθυνοι για τον θάνατό μου και πως έχουν το αίμα μου στα χέρια τους» είχε γράψει. Δέκα ημέρες αργότερα, υπέκυψε στα τραύματά του. Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος τον κήρυξε ψυχικά ανισόρροπο.

Ηταν άνοιξη του 2018. Ο επί 20ετία δήμαρχος του Γκντανσκ, ο Πάβελ Αντάμοβιτς, βρισκόταν στο γραφείο του, παραχωρούσε συνέντευξη. «Στόχος μου», δήλωσε, «είναι να δείξω στον κόσμο πως δεν υπάρχει μόνο η Πολωνία του Γιάροσλαβ Κατσίνσκι», προέδρου του PiS, του υπερσυντηρητικού, εθνολαϊκιστικού κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη που κυβερνάει τη χώρα από το 2015, και ισχυρού ανδρός της Πολωνίας. Η δική του πόλη, είπε, είναι ένας τόπος ανεκτικότητας, όπου οι μετανάστες είναι καλοδεχούμενοι, και οι ομοφυλόφιλοι δεν νιώθουν απειλούμενοι, και οι αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας φυλάσσονται ως κόρην οφθαλμού.

Ηταν φθινόπωρο του 2018. Ο Αντάμοβιτς πιθανώς να ήταν σπίτι του, μαζί με τη σύζυγό του Μαγκνταλένα και τις δύο έφηβες κόρες τους, όταν το πληροφορήθηκε: μια ακροδεξιά οργάνωση νέων είχε δημοσιεύσει τα πιστοποιητικά θανάτου συνολικά έντεκα δημάρχων της Πολωνίας, τους οποίους έκρινε υπερβολικά «φιλικούς προς τους μετανάστες». Ενας από αυτούς ήταν και ο ίδιος. Η Εισαγγελία, που ελέγχεται απόλυτα από τον υπουργό Δικαιοσύνης, αρνήθηκε να δώσει συνέχεια στην καταγγελία του, με το επιχείρημα ότι επρόκειτο για έκφραση γνώμης και όχι για υποδαύλιση μίσους.

Ηταν 13 Ιανουαρίου του 2019. Ο 53χρονος δήμαρχος του Γκντανσκ, που είχε εκλεγεί το φθινόπωρο του 2018 για έκτη συνεχή θητεία εξασφαλίζοντας ποσοστό 65% στον δεύτερο γύρο, βρισκόταν πάνω στη σκηνή της Μεγάλης Φιλανθρωπικής Ορχήστρας. Το διήμερο είχε πάει καλά. Οπως κάθε χρόνο την τελευταία 25ετία, χιλιάδες εθελοντές είχαν μοιράσει μικρές, αυτοκόλλητες, κόκκινες καρδιές, δεχόμενοι ως αντάλλαγμα δωρεές για την αγορά παιδιατρικών φαρμάκων και εξοπλισμού. Είναι βράδυ Κυριακής, το τέλος, η γιορτή: μουσική και πυροτεχνήματα. Ενας νεαρός άνδρας πλησιάζει τον δήμαρχο και του καταφέρνει απανωτές μαχαιριές. «Γεια σας, γεια σας», συστήνεται από το μικρόφωνο, «με λένε Στεφάν, με έβαλαν φυλακή ενώ ήμουν αθώος. Η Πλατφόρμα των Πολιτών με βασάνισε, γι’ αυτό πέθανε απόψε ο Αντάμοβιτς». Ο Πάβελ Αντάμοβιτς, ένα ιδρυτικό στέλεχος της αντιπολιτευόμενης Πλατφόρμας των Πολιτών που είχε όμως ανεξαρτητοποιηθεί την τελευταία τετραετία, ξεψύχησε την επομένη. Ο 27χρονος δολοφόνος είχε καταδικαστεί σε πολυετή φυλάκιση για ένοπλες ληστείες, είχε μόλις αφεθεί ελεύθερος, περιγράφεται ως ψυχικά ανισόρροπος.

Ηταν 19 Ιανουαρίου του 2019. Κάπου 50.000 Πολωνοί συγκεντρώθηκαν εντός και πέριξ της βασιλικής του Γκντανσκ για να πουν το τελευταίο αντίο στον ουμανιστή, φιλελεύθερο, δημοφιλή δήμαρχο της πόλης της Αλληλεγγύης. Ανάμεσά τους, ο Λεχ Βαλέσα και ο Ντόναλντ Τουσκ, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και προσωπικός φίλος του Αντάμοβιτς, ο νυν πρόεδρος της Πολωνίας Αντρέι Ντούντα και ο πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι, αμφότεροι προερχόμενοι από το PiS. Πολλοί δάκρυσαν ακούγοντας τον επικήδειο της συζύγου του δημάρχου, της Μαγκνταλένα: «Σήμερα, πρέπει όλοι να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Τι κάναμε όταν δίπλα μας εκδηλωνόταν το κακό, η αδικία, η μικροπρέπεια;». Πολλοί χειροκρότησαν ακούγοντας τα λόγια του δομινικανού πατέρα Λούντβικ Βισνιέφσκι, εκπροσώπου της «φιλελεύθερης» πτέρυγας της Πολωνικής Εκκλησίας: «Πρέπει να βάλουμε τέλος στη ρητορική του μίσους, στην περιφρόνηση, στις αβάσιμες κατηγορίες. Να μην είμαστε πια αδιάφοροι στο δηλητήριο του μίσους που διαχέεται στους δρόμους, στα ΜΜΕ, στο Ιντερνετ, στα σχολεία, στο Κοινοβούλιο, αλλά και στην Εκκλησία. Αυτοί που μιλούν τη γλώσσα του μίσους και κάνουν καριέρα πάνω στο ψέμα δεν μπορούν να κατέχουν αξιώματα».

Είναι 22 Ιανουαρίου του 2019. Η δολοφονία του Πάβελ Αντάμοβιτς παραμένει νωπή, η συζήτηση για το κατά πόσο ήταν ή όχι ένα «πολιτικό έγκλημα», όπως αποφάνθηκαν οι δύο μεγαλύτερες εφημερίδες της Πολωνίας, η «Gazeta Wyborcza» και η «Rzeczpospolita», συνεχίζεται, ο διεθνής Τύπος μιλάει ακόμα για μια δολοφονία που ανέδειξε τη βαθιά πόλωση της χώρας, ταρακούνησε όμως πολλούς, ένωσε σίγουρα το Γκντανσκ και μπορεί να έχει σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις καθώς οι πολωνοί ψηφοφόροι ετοιμάζονται για εκλογές το φθινόπωρο. Θα ξεχαστεί ο Αντάμοβιτς, όπως ξεχάστηκε και η Τζο Κοξ, η βρετανίδα φιλευρωπαία βουλευτής των Εργατικών που δολοφονήθηκε από έναν εθνικιστή μία εβδομάδα πριν από το δημοψήφισμα του 2016 για το Brexit. Θα μείνει όμως αυτό το φόντο το υφασμένο από μίσος, οργή και μνησικακία, που απλώνεται από την Ανατολή μέχρι τη Δύση, και ένα ερώτημα μετέωρο – ποιο χέρι θα είναι το επόμενο που θα οπλίσει;