Η έμπνευση βρίσκεται στο βλέμμα του θεατή. Αν ο θεατής είναι ο αρχιτέκτονας Θανάσης Δεμίρης, τότε το βλέμμα του επινοεί μηχανισμούς, το μυαλό του εφευρίσκει λύσεις. Πνεύμα συνεργασίας και εμμονικός της λεπτομέρειας, υπήρξε συνεργάτης του Δημήτρη Παπαϊωάννου στον σχεδιασμό και στην κατασκευή των σκηνικών για τους Ευρωπαϊκούς Αγώνες του Μπακού το 2015, η τελετή έναρξης των οποίων βρέθηκε ανάμεσα στις υποψηφιότητες των βραβείων Emmy. Το θέαμα ενός φλεγόμενου βουνού ήταν η αρχή για να ξεκινήσει η προσωπική του παγκόσμια περιπλάνηση ανάμεσα στην ομάδα των ειδικών σχεδιασμού τελετών έναρξης αθλητικών διοργανώσεων. Η Λίμα, πρωτεύουσα του Περού και τόπος διεξαγωγής των Παναμερικανικών Αγώνων του φετινού καλοκαιριού, μπήκε στον χάρτη των αφηγήσεών του. Η συνάντηση – αστραπή για έναν καφέ στην Αθήνα έγινε πριν από την αναχώρησή του για το Μακάο στην Κίνα, στο γραφείο Flux, που συνίδρυσε το 2007 με την Εύα Μανιδάκη.

«Η προετοιμασία για έναν διαγωνισμό είναι επίπονη διαδικασία. Τώρα καταλαβαίνω την αξία της εμπειρίας όταν ξεκινήσαμε από το Μπακού με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Εγινε με μια σκηνή που έμοιαζε με τις ρωγμές της γης και η οποία εμπεριείχε διαφορετικά περιβάλλοντα και καταστάσεις. Ο κόσμος βλέπει μια εγκατάσταση καλλιτεχνική και στην πορεία υπάρχουν συνεχείς εκπλήξεις. Νερό και φωτιά στο ίδιο επίπεδο, όπου η φωτιά είναι πάνω σε βουνά που σηκώνονται και κλείνουν. Δηλαδή ένα πολύπλοκο σύστημα μηχανισμών που ήταν κρυμμένοι και αναδύονταν το ένα μέσα από το άλλο μικροπεριβάλλον. Αυτοί είναι οι τρίτοι αγώνες που ετοιμάζουμε για τη Λίμα».

ΣΤΟ ΠΕΡΟΥ. Τι είναι λοιπόν το Περού; «Οχι μόνο το ηφαίστειο Μάτσου Πίτσου. Στην πορεία της έρευνας ανακαλύπταμε τυπολογίες κτιρίων, περιοχές, ήθη και έθιμα, εκπληκτικά κεραμικά. Κάθε εβδομάδα κάτι καινούργιο γινόταν το αγαπημένο μας. Καθώς προσγειωνόμουν στη Λίμα, με ξάφνιασαν δύο πράγματα που αφορούν το τοπίο. Το πρώτο ήταν ο Αμαζόνιος: μια ενιαία πράσινη – γκρι επιφάνεια με τη συγκλονιστική πορεία του νερού ανάμεσα στο ατελείωτο δάσος. Εκπληκτικός στον τρόπο που κινείται. Το δεύτερο είναι τα βουνά. Τέτοια η κλίμακα και το ανάγλυφο, τόσο άγριο και τόσο καθαρό. Ενα ενιαίο χρώμα με απίστευτες λεπτομέρειες και πτυχώσεις χωρίς καθόλου βλάστηση. Είναι ένα μπεζ – καφέ με λίγο γκρι. Ηταν πολύ ωραία ώρα όταν το είδα. Απόγευμα, έπεφτε το φως, γι’ αυτό και φαινόταν έντονα το ανάγλυφο. Εκπληκτικό σαν θέαμα… Ειδικά στο ενδιάμεσο επίπεδο καθόδου για την προσγείωση, καθώς βλέπεις τον ουρανό σαν επίπεδο και ανάμεσα στα σύννεφα να προεξέχουν από παντού μικρές ορεινές μύτες».

Η σχέση του με την αρχιτεκτονική φαίνεται ότι καταστάλαξε στην αξία της μακέτας ως εργαλείου έρευνας πριν από τον τελικό σχεδιασμό. Μόνο που για τον Θανάση Δεμίρη απέκτησε ένα επιπλέον χαρακτηριστικό. Εγινε παιχνίδι, αφετηρία μνήμης ταξιδιωτικών εικόνων και αποτύπωσης κτιρίων που τον εντυπωσίαζαν. Το δείχνουν οι αναπαραστάσεις κτιρίων, όπως το Μουσείο Ακρόπολης, το Μπενάκη στην Πειραιώς και το Καλλιμάρμαρο, η συνεργασία με την Μπιενάλε της Βενετίας και τον εκδοτικό οίκο Mondadori Electa για τη μεταφορά των εθνικών περιπτέρων σε καρτ ποστάλ χαρτοκοπτικής. Καθώς και η μακέτα κλίμακας 1:20 για την ταινία «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά, η οποία συμμετείχε το 2014 στο διαγωνιστικό τμήμα του 70ού Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.

«Μου αρέσει πολύ η μικροκλίμακα σχεδιασμού αντικειμένων ενός διαμερίσματος. Κινούμαι δηλαδή σε διαστάσεις κλίμακας από το XS στο XXL. Το κομμάτι της λεπτομέρειας είναι για μένα το πιο συναρπαστικό στη διαδικασία του σχεδιασμού. Οπως για παράδειγμα ο σχεδιασμός ενός νεροχύτη που έπρεπε να κατασκευαστεί από μάρμαρο και να έχει κάποιες κοιλότητες που να φαίνονται στη μικροκλίμακα. Αντιμετωπίζω με τον ίδιο ενθουσιασμό και ενδιαφέρον είτε μια σκηνή που έχει επιφάνεια 2.000 τετραγωνικά μέτρα είτε μια ξύλινη επένδυση, ένα πόμολο, ένα φωτιστικό».

ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΟΙ ΤΕΧΝΙΤΕΣ. Η σημασία της μακέτας βρίσκει αντίπαλο στην ανεύρεση εξειδικευμένων τεχνιτών μεγάλης κλίμακας. Οπως δηλώνει η αφήγησή του για τη γνωριμία του με την οικογένεια των Αυστραλών της Αδελαΐδας που ειδικεύονται σε βωμούς αθλητικών αγώνων: «Απέναντι από τον εκθεσιακό χώρο ήταν ένα υπόστεγο με όλων των ειδών τους βωμούς. Οριακά αισθανόσουν ότι ήταν η τρέλα της οικογένειας και όχι ένα εμπορικό τμήμα. Εβλεπα έναν θεόρατο χώρο άδειο. Υπήρχαν μόνο σκονισμένα πανό από παλιούς αγώνες αθλητικούς, ενώ στο κέντρο υπήρχε μια τεράστια φυσούνα, μια τουρμπίνα να διοχετεύει αέρα και μια παροχή γκαζιού. Εκεί τα μέλη της οικογένειας έπαιζαν με φωτιές. Κάθε τόσο μας έστελναν στο Μπακού τα βίντεό τους με τις εξωφρενικά επιστημονικές έρευνές τους για ανάμειξη, χρόνους, ταχύτητα, διαμέτρους με τις δοκιμές τους. Σαν να σχεδιάζαμε την κατεύθυνση της φλόγας, υπολογίζοντας την ταχύτητα και την τροχιά του αέρα».

Αυτή η εξειδίκευση στα παράξενα ενθουσιάζει τον επινοητικό σχεδιαστή, ο οποίος μιλά συγκρατημένα για την αλχημεία των παραμυθένιων αφηγήσεων. Η φωνή του όμως προδίδει τη χαρούμενη αναστάτωση καθώς μοιράζεται τις μυστικές συνταγές για τον χρωματισμό του νερού, τις αντανακλάσεις του, τον τρόπο που κάνεις το διάφανο υγρό να γυαλίζει.

«Βάζεις μέσα στο νερό πρόσθετα κιμωλίας και με τα φώτα έχει μια πολύ ωραία αντανάκλαση. Ενδεχομένως το ότι έρχονται αυτά τα πράγματα πάνω μου συμβαίνει επειδή με ενδιαφέρουν αυτές οι λεπτομέρειες και οι πειραματισμοί με δείγματα και μακέτες. Προκύπτει άλλος τρόπος σχεδίασης μέσα από την έρευνα υλικών και μεθόδων. Από το βιομηχανικό περιβάλλον μπορείς να μάθεις από έναν ιμάντα αεροδρομίου μεταφοράς αποσκευών που καμπυλώνει, να δίνεις συγκεκριμένη πορεία σε μια επιφάνεια. Υπάρχουν τρόποι να εκτεθείς στο δημιουργικό, τεχνικό και κατασκευαστικό κομμάτι. Αυτά τα θέματα στήνονται από στρατιές ανθρώπων που προέρχονται από όλες τις φυλές του κόσμου. Οπως όταν βρέθηκα στο Βέλγιο αναζητώντας σκηνή ειδικής κατασκευής. Σε αυτή την εταιρεία υπήρχαν τεράστια υπόστεγα μόνο για φώτα, μηχανισμούς, κόντρα πλακέ, πατάρια. Κάτι το παράδοξο υπήρχε στο πάρκινγκ όπου βρίσκονταν σταθμευμένες πολλές νταλίκες. Ηταν η πιο σουρεαλιστική σύναξη τραγουδιστών. Η νταλίκα του Εμινεμ δίπλα στης Σελίν Ντιόν, δίπλα στων Metallica. Ηταν Απρίλιος που ξεκινάνε τα μουσικά φεστιβάλ της Βόρειας Ευρώπης και πήγαιναν να φορτώσουν εξοπλισμό. Ενα τρελό μείγμα από γκράφικ και αφίσες διαφορετικών μουσικών ειδών. Χιπ-χοπ, ραπ, μπους μπαντ, σόουλ, ποπ, χέβι μέταλ, r’n’b, όλα μαζί. Αυτή η παράξενη συγκατοίκηση που αντίκρισα στις νταλίκες με έκανε να σκεφτώ ότι δεν υπήρχε περίπτωση να δεις όλα αυτά τα ονόματα να παίζουν στο ίδιο φεστιβάλ».

Μιλά για μια πραγματικότητα που προβάλλει εικόνες από το μέλλον. Οταν ομάδες ανθρώπων ικανών θα συνδυάζουν εξειδικευμένες γνώσεις και τεχνολογία ώστε από το μηδέν να φτιάχνουν μηχανισμούς και να κατασκευάζουν περιβάλλοντα συνύπαρξης. Σαν ο σχεδιασμός αυτών των τελετών έναρξης και λήξης αθλητικών διοργανώσεων να χρησιμεύει ως μακέτες της ζωής μας στο αύριο. «Οι κατασκευές θεάματος στους Ολυμπιακούς Αγώνες γίνονται σε διαφορετικές χώρες. Κάθε συνάντησή μας σε διαφορετικούς τόπους συγκεντρώνει ανθρώπους από όλον τον κόσμο και ο καθένας φέρνει την εμπειρία της προσωπικής του ιστορίας» εξηγεί ο Θανάσης Δεμίρης της επίλυσης κάθε τεχνικού εμποδίου.

ΤΑ ΠΑΛΙΑ LEGO. «Από μικρός είχα αυτήν τη μανία κατασκευής και συναρμολόγησης. Μανία που εκδηλώθηκε με τα Lego και δεν την έχω εγκαταλείψει. Τα παλιά Lego άφηναν μεγάλο περιθώριο στο μυαλό να οραματιστεί. Τα καινούργια είναι πολύ συγκεκριμένα και περιορίζουν τη φαντασία. Αργότερα πήγαινα στο Μοναστηράκι και αγόραζα μηχανικά κομμάτια, ρολόγια, γρανάζια, μονωτήρες καλωδίων από πορσελάνη, εξαρτήματα από μηχανές για να επινοώ κάποιες χρήσεις. Τα βλέπω μεμονωμένα σαν αντικείμενα. Και ό,τι δεν μπορώ να συλλέξω το φτιάχνω σε χαρτί, σε μικρές μακέτες».

Σε ένα ράφι της μεγάλης βιβλιοθήκης του γραφείου υπάρχει ένα χάρτινο αντικείμενο που μοιάζει με ρομπότ. Είναι η μακέτα του Θανάση Δεμίρη για ένα κτίσμα που είδε, θαύμασε, φωτογράφισε εξονυχιστικά στην Ελβετία.

«Είναι στο Ντόρναχ, ο υποσταθμός ρεύματος του Γκέτενεουμ που σχεδίασε ο Ρούντολφ Στάινερ. Είναι εκπληκτικό το γαλάζιο χρώμα του. Ενθουσιάστηκα όταν το είδα, πήρα τα μέτρα, έκανα τη χαρτοκοπτική και το πρώτο που έκανα όταν επέστρεψα από το ταξίδι ήταν να φτιάξω τη μακέτα του».