Παραμονές Χριστούγεννα βγαίνω στη βεράντα και βλέπω τη γαρδένια να έχει σκάσει ένα λουλούδι άσπρο κάτασπρο με ροδοπέταλα σαρκώδη και μια φρεσκάδα, ένα σφρίγος, ούτε Ιούνιος. Τα ‘χασα. Πρώτη φορά μου συμπεριφέρθηκε έτσι το φυτό. Λέω λάθος έκανε σε κάνα δυο μέρες θα το ρίξει. Αμ δε. Πάει μέσα Γενάρη και το λουλούδι ντούρο με καλημερίζει κάθε πρωί, και με κοιτάζει με απορία, «πώς άνθισα έτσι εγώ ξαφνικά του καλού καιρού»; Δεν ξέρει κι αυτή πώς άνθισε, δεν ξέρει και πώς να μαραζώσει. Ακόμα κι όταν χιόνισε, σαν να την είδα να ξαναζωντανεύει. Πού θα πάει αυτό; Πέρασε μήνας πια.

Η κυρία από πάνω που δεν χάνει ευκαιρία να πιάσει κουβέντα (με κατασκοπεύει πότε θ’ ανοίξω την πόρτα της βεράντας να μουντάρει).

– Αχ τι ωραία που άνθισε χειμωνιάτικα, η γαρδένια σας κύριε Φασουλή. Τι την ποτίζετε; Θα μου πείτε και μένα το μυστικό ή το κρατάτε κρυφό; Πάντως εδώ που τα λέμε σας μοιάζει. Οποτε θέλει ανοίγει, όποτε θέλει κλείνει, έχει δικό της ωρολόγιο πρόγραμμα σαν και σας που άλλες ώρες τρώτε άλλες κοιμάστε (από μας τους θνητούς εννοώ) άλλες δουλεύετε.

– Ε κυρία από πάνω μου μια και δεν έκανα παιδιά ας μου μοιάσουν τα λουλούδια.

Ηθελα να της πω, κρίμα που δεν έχω φυτέψει καμιά αγριοτσουκνίδα να σας μοιάζει, αλλά σεβάστηκα τις πέρλες της.

Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω και γω πώς να φερθώ σ’ αυτό το άνθος το παράταιρο. Πάω να το μυρίσω, όχι λέω θα μαυρίσει, άσε που η μυρωδιά της πάντα με στέλνει σε άλλες εποχές, και δυστυχώς σε άλλες ηλικίες περασμένες τώρα, που άκουγα τον Τσιτσάνη μέχρι τα χαράματα στο «Χάραμα» και πάντα μια γαρδένια στο χέρι, να μπερδεύει το άρωμά της με το ουίσκι που είχα συντροφιά. (Χρόνια έχω να πιω). Ή κάποιος θα μου τη χάριζε πετώντας την από άλλο τραπέζι ή την είχα πάρει εγώ να την προσφέρω σε κάποιο βλέμμα και δεν τολμούσα να την πετάξω μην κάνω λάθος στην τροχιά, όπως πάντα, και βρεθεί σε λάθος χέρια.

Πάντως τις τελευταίες μέρες όλο αυτόν τον χειμωνιάτικο ανθό έχω στο νου μου. Ισως αυτό να είναι μια ευκαιρία να μην ασχοληθώ με τον βάλτο που όσο πάει και απλώνεται και όζει το μεθάνιο από μίλια μακριά.

Ισα που πρόλαβα να δω στα πεταχτά τον κ. Πρωθυπουργό να μιλάει στην κυρία Στάη. Εντυπωσιακός. Αν δεν ήξερες ποιος είναι και τι ρόλο έπαιξε στην πολιτική σκηνή τα τελευταία χρόνια, θα ‘λεγες: Τι καλός! Τι σιγουριά! Τι θάρρος! Τι αέρας! Τελικά είχα δίκιο που όταν ένας κοινός γνωστός με ρώτησε αν θέλω να με γνωρίσει στον κ. Τσίπρα, απάντησα χωρίς καν να προλάβω να το σκεφτώ, να το ζυγίσω.

– Οχι παρακαλώ, γιατί μπορεί να τον συμπαθήσω και δεν το θέλω.

Γράφω Πέμπτη δεν ξέρω τι θα βγει απ’ τη συνάντησή του με τον κυβερνητικό εταίρο (ούτε τ’ όνομά του δεν θέλω να αναφέρω. Ντρέπομαι) αλλά ό,τι καπνό και να βγάλει το Μαξίμου, η πτώση (όλων μας) είναι βεβαία. Μόνο που εμείς έχουμε πέσει πολλές φορές και μάθαμε πώς ξανασηκώνονται.

Αυτοί;

Απειροι βλέπεις. Και άκαιροι.

Σαν τη γαρδένια μου στο μπαλκόνι.

Δεν ξέρουν πώς ανθίσανε; Δεν ξέρουν πώς να μαραθούνε.