«Η εγχώρια τρομοκρατία είναι σοβαρό ζήτημα για την Ελλάδα, μας ανησυχεί και καταδικάζουμε κάθε μορφής τέτοιες ενέργειες» δηλώνει κατηγορηματικά στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο συντονιστής Αντιτρομοκρατικής Δράσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης Ζιλ ντε Καρκόφ. «Η εκδήλωση τρομοκρατικών ενεργειών στην Ελλάδα φαίνεται ότι είναι ελληνικό ζήτημα, υπό την έννοια ότι δεν φαίνεται να υπάρχει διεθνής συνεργασία ή διασυνδέσεις των δραστών τρομοκρατικών ενεργειών στην Ελλάδα με άτομα σε άλλες χώρες ούτε προσπάθεια συγκέντρωσης χρημάτων για επιθέσεις στην Ελλάδα». Στη διαπίστωση αυτή αποδίδει ο ευρωπαίος αξιωματούχος, ο οποίος είναι αρμόδιος να παρακολουθεί την εφαρμογή της αντιτρομοκρατικής στρατηγικής στην ΕΕ, το ότι δεν έχει υπάρξει μέχρι στιγμής συλλογική απόφαση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τις τρομοκρατικές ενέργειες, που γίνονται στην Ελλάδα. «Η Ελλάδα δεν μας έχει θέσει το ζήτημα σε πολιτικό επίπεδο, αλλά υπάρχει πάντα η δυνατότητα να παράσχουμε κάθε βοήθεια εφόσον ζητηθεί. Τα εργαλεία, που έχουν αναπτυχθεί κυρίως εξαιτίας της απειλής από την τρομοκρατία, που είναι συνδεδεμένη με το Τζιχάντ, μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση της εγχώριας τρομοκρατίας» επεξηγεί ο Ζιλ ντε Καρκόφ από το γραφείο του στις Βρυξέλλες.

Καθώς βρίσκεται στη θέση του συντονιστή της Αντιτρομοκρατικής Δράσης της ΕΕ τα τελευταία έντεκα χρόνια έχει συμμετάσχει στις διαδικασίες λήψης των κρίσιμων αποφάσεων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας μετά τις επιθέσεις σε Παρίσι και Βρυξέλλες. Σήμερα θεωρεί την τρομοκρατική απειλή στην Ευρώπη «σύνθετη» και εντοπίζει τρεις κατηγορίες πιθανών δραστών. «Πρώτη και κυριότερη είναι η απειλή, που αναπτύσσεται εντός της Ευρώπης, από ανθρώπους, που δεν έχουν ταξιδέψει στη Συρία ή το Ιράκ, που δεν έχουν επαφή με την Daesh ή την Al Qaeda και την Jabhat al-Nusra, αλλά εμπνέονται από την ιδεολογία αυτή» επισημαίνει, επεξηγώντας ότι οι δράστες αυτοί δεν επιδιώκουν μια μεγάλης έκτασης ενέργεια, όπως της 11/9 στις ΗΠΑ, αλλά μικρότερες και περισσότερες. «Η δεύτερη απειλή, την οποία θα ονόμαζα «κληρονομιά του χαλιφάτου» αφορά ανθρώπους που έχουν πάει σε Συρία και Ιράκ, οι οποίοι είτε έχουν επιστρέψει είτε σκοπεύουν να επιστρέφουν και το ζητούμενο είναι να τους εντοπίζουμε κατά την πορεία εισόδου τους στην ΕΕ» αναφέρει ο Ζιλ ντε Καρκόφ. «Η τρίτη απειλή προέρχεται από ανθρώπους που βρίσκονται ήδη στη φυλακή και θα αποφυλακιστούν τους επόμενους μήνες, οι οποίοι έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί». Οπως επεξηγεί μόνο στη Γαλλία θα αποφυλακιστούν μέχρι το τέλος του έτους 450 άτομα, 400 από αυτούς είναι άτομα που έχουν καταδικαστεί για συνηθισμένα μικρά αδικήματα, αλλά έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί στη φυλακή, ενώ 50 έχουν διαπράξει τρομοκρατικές ενέργειες. «Τα κράτη – μέλη θα πρέπει να βρουν τρόπους παρακολούθησης των ανθρώπων αυτών ανά πάσα στιγμή, αφού αποφυλακιστούν, με ηλεκτρονικά βραχιόλια, με τακτικές αναφορές στην αστυνομία, με την ένταξή τους σε ειδικά προγράμματα» προειδοποιεί ο ευρωπαίος αξιωματούχος, ο οποίος είναι επίσης υπεύθυνος για την υποβολή συστάσεων πολιτικής στο Συμβούλιο και την εισήγηση τομέων προτεραιότητας για δράση όσον αφορά την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

Αποφεύγει, πάντως, να αναφερθεί στο πόσες τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν συνολικά σε όλη την Ευρώπη, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα κινδυνολογίας. Τονίζει, όμως, ότι οι άνθρωποι αυτοί ενδέχεται να διαμορφώσουν ένα νέο κύμα τρομοκρατικών απειλών. «Κάποιοι μπορεί να βρίσκονται ήδη σε κρίσιμο σημείο, και σχεδιάζουν βίαιες ενέργειες, άλλοι μπορεί να είναι απλά ελαφρά ριζοσπαστικοποιημένοι» δηλώνει.

Εκτός από τη συνδεδεμένη με το Τζιχάντ τρομοκρατία ορισμένες χώρες αντιμετωπίζουν απειλές από την ενίσχυση της Ακροδεξιάς, όπως στη Γερμανία, επισημαίνει ο Ζιλ ντε Καρκόφ. «Δεν πρόκειται για το ίδιο επίπεδο απειλής, αλλά πρέπει να την παρακολουθούμε». Υπάρχει ακόμη η απειλή από το τουρκικό PKK και από το στρατιωτικό σκέλος της Χεζμπολάχ. «Οι δύο αυτοί οργανισμοί δεν επιδιώκουν προς το παρόν να οργανώσουν επιθέσεις εντός της Ευρώπης, αλλά συλλέγουν χρήματα για να οργανώσουν επιθέσεις εκτός Ευρώπης».

Παρότι εμφανίζεται ικανοποιημένος με την «εξαιρετικά εντυπωσιακή ανταπόκριση των κρατών – μελών στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας τα τελευταία χρόνια» θεωρεί ότι υπάρχουν σημαντικά βήματα να γίνουν ακόμη, κυρίως, στον εντοπισμό των δραστών όταν βρίσκονται, όπως λέει, σε «κρίσιμο σημείο», στο σημείο, δηλαδή, της εμπλοκής τους σε επιθέσεις. Αναφερόμενος στη σχετικά πρόσφατη επίθεση στο Στρασβούργο, επεξηγεί ότι «τα κενά δεν είναι όπως παλαιότερα. Δεν έχουμε σημαντικό πρόβλημα ανταλλαγής πληροφοριών. Αυτό που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια είναι ότι στις επιθέσεις δεν είναι η έλλειψη πληροφοριών ο κρίσιμος παράγοντας, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις οι δράστες ήταν γνωστοί στις αρχές, αλλά οι Αρχές δεν εντόπισαν ότι οι δράστες βρίσκονταν σε κρίσιμο σημείο εμπλοκής τους σε επιθέσεις».

Στο πλαίσιο αυτό δίνεται προτεραιότητα, και με τη συμβολή της Κομισιόν στην ανάπτυξη μεθοδολογίας ανάλυσης κινδύνου, όμως ο βαθμός δυσκολίας είναι σημαντικός, όπως δείχνει το παράδειγμα που αναφέρει και αφορά τη Γερμανία, όπου υπάρχουν πάνω από 10.000 σαλαφιστές, εκ των οποίων οι 760 είναι υψηλού ρίσκου. «Χρειάζεται κατάλληλη μεθοδολογία για να επικεντρωθεί η έρευνα σε αυτούς, που πραγματικά αντιπροσωπεύουν κάποιο κίνδυνο» δηλώνει. Επιπλέον, θεωρεί ότι χρειάζεται οι Αρχές να αποκτήσουν άτομα διαφορετικών αναλυτικών δυνατοτήτων, ώστε να διευκολύνεται ο προσδιορισμός ενός δράστη σε «κρίσιμο σημείο». Ξεκαθαρίζει, πάντως, κατηγορηματικά ότι «ποτέ δεν μπορεί να σταματήσουμε κάποιον που έχει ψυχολογικά προβλήματα, μπαίνει στην κουζίνα, αρπάζει ένα μαχαίρι και βγαίνει στον δρόμο για να επιτεθεί. Μπορούμε, όμως, να εντοπίσουμε το κρίσιμο σημείο των δραστών».

Πέρα από την καλύτερη ανάλυση θεωρεί κρίσιμης σημασίας την καλύτερη πρόσβαση σε ψηφιακές αποδείξεις (υπάρχει σχετική νομοθετική πρόταση), τη δυνατότητα αποκρυπτογράφησης μηνυμάτων στα κοινωνικά δίκτυα, την πρόσβαση σε μεταδεδομένα, παρότι απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έχει κρίνει παράνομη σχετική ευρωπαϊκή νομοθεσία. Η εξέλιξη αυτή, κατά τον συντονιστή της αντιτρομοκρατικής δράσης της ΕΕ, δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα με δεδομένη την ανάπτυξη προηγμένων συστημάτων κρυπτογράφησης. Επίσης, θεωρεί σημαντικό να αναπτυχθούν βιομετρικά δεδομένα (υπάρχει νομοθετημένη πρόταση που βρίσκεται στο Ευρωκοινοβούλιο), να διασυνδεθούν οι διαφορετικές βάσεις δεδομένων, αλλά και να υπάρξει η δυνατότητα επεξεργασίας πληροφοριών, που συλλέγονται σε εμπόλεμες περιοχές από στρατιωτικές δυνάμεις. Απώτερος στόχος; Να μπορούν οι άνθρωποι, που κάνουν ελέγχους στα ευρωπαϊκά εξωτερικά σύνορα και τα hotspots, όπως αυτά που βρίσκονται στην Ελλάδα, «με μια κίνηση» να ελέγχουν όσους εισέρχονται στην Ευρώπη, διασφαλίζοντας ότι δεν περιλαμβάνονται πιθανοί δράστες τρομοκρατικών επιθέσεων.