Η νεαρή, κοριτσίστικη φωνή στα κινητά τριών πολιτικών και τεσσάρων γιατρών στους οποίους τηλεφωνήσαμε για να ευχηθούμε το «καλή χρονιά» ήταν και τις εφτά φορές ιδιαίτερα ζωηρή και ευχάριστη και έκανε την αποθάρρυνση που δημιουργεί πάντα η άρνηση, όσο ευγενική και αν είναι, λιγότερο εκνευριστική: «Αν πρόκειται για ευχές, πείτε μας το όνομά σας και θα τις μεταφέρουμε». Αν και φαίνεται εκτιμητέο το γεγονός ότι ένας τόσο πολυάσχολος άνθρωπος, όπως είναι ένας περιώνυμος πολιτικός ή γιατρός, αντί να απενεργοποιήσει το κινητό του, έστω και με αντικαταστάτη δείχνει να μη θέλει να στερηθεί τις ευχές που θα είχε να του απευθύνει ένας φίλος ή απλά γνωστός, παρά τη συνθήκη της ευγενικής φωνής το όλο πράγμα αποπνέει κάτι το αποκρουστικό, αν όχι το χυδαίο. Οταν μια κίνηση έστω και τυπική όπως είναι η διατύπωση ευχών και μάλιστα στις μέρες αυτές που δεν ακούγεται τίποτε άλλο παρά μόνο ευχές, συνειδητοποιείται ως κάτι τόσο περιττό ώστε βάζεις έναν άλλο στη θέση σου προκειμένου να τις ακούσει, οι γιορτές ξεπέφτουν σε μια σύμβαση με την προοπτική της έκπληξης ή του θαύματος που υποτίθεται ότι τις περιβάλλει να αποκτά έναν εντελώς μηχανιστικό χαρακτήρα.

Δεν σημαίνει ότι οποιοσδήποτε θα σου ευχηθεί εννοεί αυτό που λέει, όπως δεν αποκλείεται να εύχεται για σένα το ακριβώς αντίθετο, η κίνηση όμως να τον αντιμετωπίσεις ως μια ενόχληση που ωστόσο είχες την ευπρέπεια να μην την παρακάμψεις με το κλείσιμο του τηλεφώνου, αποκαλύπτει γενικότερα μια υποτίμηση της ζωής, ότι δεν είσαι διαθέσιμος παρά μονάχα για ό,τι έχει για σένα ένα χρηστικό και ωφέλιμο χαρακτήρα. Οσο και αν μας χωρίζουν δεκαετίες από τότε που ο γάλλος ποιητής Ρενέ Σαρλ έγραψε τον τρομερό αφορισμό «Μην αρνείστε οτιδήποτε σας προσφέρουν, κάποια στιγμή θα γίνετε επαίτες για πολύ μεγαλύτερες αρνήσεις», δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι αυτό το ανέμελο πάρε – δώσε σε ευχές τις μέρες των γιορτών κάνει την παραμυθία της όλης ατμόσφαιρας άκρως παρηγορητική.

Οπως φαίνεται, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, υπολογίζουμε μέσα μας πως κάτι που επαναλαμβάνεται, έστω και με τρόπο μηχανικό σε τακτά χρονικά διαστήματα, τίποτα δεν θα έχει αλλάξει για μας – προς το χειρότερο εννοείται – όταν συμβεί να το ξανακούσουμε. Υπάρχει, φαίνεται, μια σοφία μέσα σε καθετί που αυτοματοποιείται και γίνεται χωρίς καμιά ιδιαίτερη σκέψη και προσπάθεια και όταν ενεργοποιείται, ώστε να λειτουργήσει ως μια καθημερινή σωτηρία μέσα στις τόσες στεναχώριες που καιροφυλαχτούν για να καταπιούν τον καθένα μας, είναι μόνο χάρη στο αίσθημα που θα επιστρατεύσουμε για να το αναζωογονήσουμε και να το θερμάνουμε. Οπως κανείς δεν αναρωτιέται για τη σημασία τού να ετοιμάσει ή του να παραγγείλει τον πρωινό καφέ, το ίδιο σχεδόν ισχύει για καθετί που γίνεται αυτομάτως έστω και αν πρόκειται για έκφραση ευχών, ώστε όποιος δείξει ότι δεν τις χρειάζεται, να φαίνεται ότι εξαιρείται αυτού του συμφωνημένου ανάμεσά μας, χωρίς να το έχουμε συνεννοηθεί, παιχνιδιού που είναι στη βαθύτερή της υπόσταση η ζωή μας.