Δέκα χρόνια πριν, η ελληνική κοινωνία ερχόταν αντιμέτωπη με μια έκρηξη της νεολαίας χωρίς προηγούμενο. Για έναν μήνα η χώρα συγκλονίστηκε από μια ακολουθία κινητοποιήσεων και συγκρούσεων σχεδόν εξεγερσιακού χαρακτήρα.

Πυρήνας αυτής της έκρηξης, όχι μόνο η οργή για την εν ψυχρώ δολοφονία ενός 15χρονου νέου, ούτε μόνο ο θυμός για το πώς αυτή η δολοφονία συμπύκνωσε όλες τις μορφές αντιμετώπισης της νεολαίας ως «αναλώσιμου υλικού» (στοιχείο που θα επιβεβαιωθεί τραγικά με την τρομακτική αύξηση της ανεργίας των νέων στην περίοδο των Μνημονίων), αλλά και μια συνολική απαίτηση ανατροπής και αλλαγής απέναντι σε μια οικονομική πολιτική κρίση που λίγο μετά θα αποτυπωθεί στην πλήρη έκφρασή της.

Ομως, σημαντικός αριθμός «δημόσιων διανοουμένων», όπως και πολιτικών χώρων, αντί να σκύψει πάνω στο τι ήταν αυτή η έκρηξη και ποια απαίτηση ριζικής αλλαγής αντιπροσώπευε, προτίμησε να την αντιμετωπίσει ως έκφραση ανομίας και γενικευμένης παραβατικότητας, ως αποτέλεσμα της κρίσης ηθικών και αξιακών κωδίκων, ως μεταχρονολογημένη έκφραση των στρεβλώσεων της Μεταπολίτευσης ή, ακόμη χειρότερα, ως εκκολαπτήριο μορφών τρομοκρατικής «ριζοσπαστικοποίησης».

Κοντολογίς, διάλεξαν μια στάση όχι μόνο συντηρητική αλλά και ουσιωδώς μυωπική. Γιατί μια τόσο μεγάλη έκρηξη, στην οποία συμμετείχε μια ολόκληρη γενιά ουσιαστικά, δεν μπορεί να είναι απλώς «ανομία» και «παραβατικότητα». Ούτε μπορεί να τύχει απλώς αποτελεσματικότερης προληπτικής καταστολής.

Ομως, την ίδια στιγμή ακόμη και οι δυνάμεις της Αριστεράς που στήριξαν στο κίνημα ή ακόμη και πήραν ενεργό μέρος σε αυτό, ούτε και αυτές προσπάθησαν πραγματικά να αναλογιστούν και το βάθος της δυναμικής και τον ριζοσπαστισμό του αιτήματος.

Κυρίως επένδυσαν στο πώς θα μπορούσαν να το «εκφράσουν», δηλαδή να το μετασχηματίσουν σε εκλογική δυναμική, αδυνατώντας να κατανοήσουν ότι τέτοιες εκρήξεις δεν μεταφράζονται αυτόματα σε εκλογικές τάσεις, ούτε και μπορούν να περιοριστούν εκεί.

Δεν είναι τυχαίο ότι το ίδιο είδος «επένδυσης» σε κοινωνικές εκρήξεις ως εκλογικό εφαλτήριο κατά βάση παρά ως παράγοντα κοινωνικής αλλαγής θα δούμε και αργότερα κυρίως στη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με τις κινητοποιήσεις κατά των Μνημονίων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η «εργαλειακή» αντιμετώπιση των κινημάτων θα φτάσει μέχρι του βαθμού της κυνικής περιφρόνησης της ίδιας της βούλησης αυτών που έφεραν την Αριστερά στην εξουσία.

Δέκα χρόνια μετά, σημάδια νέων κοινωνικών εκρήξεων σωρεύονται στον ορίζοντα, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τα «κίτρινα γιλέκα» στη Γαλλία, την ίδια ώρα που οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ δείχνουν να αδυνατούν έστω και να στοχαστούν μια πολιτική διαφορετική από την καταναγκαστική επιμονή στον νεοφιλελεύθερο «αυτόματο πιλότο».

Αυτό σημαίνει ότι ο Δεκέμβρης του 2008 παραμένει ένα ενοχλητικά ανοιχτό ερώτημα και για αυτούς που θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις νέες εκρήξεις και για αυτούς που θα τολμήσουν να τις μετασχηματίσουν σε δυναμικές χειραφέτησης και κοινωνικής αλλαγής.

O Παναγιώτης Σωτήρης είναι διδάκτορας Φιλοσοφίας