Η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ που επιδιώκει το ΚΙΝΑΛ δεν οδηγεί σε στρατηγική νίκη της ΝΔ, όπως υποστήριξε πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας στη Βουλή. Το αντίθετο ισχύει. Εάν δεν ηττηθεί στρατηγικά ο ΣΥΡΙΖΑ, η πολύ πιθανή επικράτηση της ΝΔ στις επερχόμενες εκλογές θα μετατραπεί σε στρατηγική της νίκη. Η πολιτική ανάκαμψη της ΝΔ και η παγιωμένη σημαντική δημοσκοπική διαφορά της από τον ΣΥΡΙΖΑ οφείλονται πρωτίστως στην αποτυχία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και όσων αυτή αντιπροσωπεύει: λαϊκισμό, διχασμό, καθεστωτισμό, αυταπάτες, ψέματα, ανομία, σκανδαλολογία και κυρίως αδυναμία να βγάλει τη χώρα από την κρίση.

Εάν ό,τι πρεσβεύει ο ΣΥΡΙΖΑ και οι πολιτικές του επιλογές δεν καταδικαστούν στις κάλπες από την πλειοψηφία των προοδευτικών πολιτών και εάν αυτές συνεχίσουν μετεκλογικά να αποτελούν τον βασικό πυρήνα της αντιπολίτευσης στη ΝΔ, τότε η ΝΔ θα εξασφαλίσει τη μακροχρόνια κυριαρχία της στο πολιτικό σκηνικό, έχοντας απέναντί της ιδέες και πρακτικές που εκφράζουν ένα μειοψηφικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας.

Την πολιτική ηγεμονία της ΝΔ στο ορατό μέλλον μόνο μια σύγχρονη Κεντροαριστερά μπορεί να την αμφισβητήσει και όχι μια αναχρονιστική Αριστερά. Μια Κεντροαριστερά της εθνικής υπευθυνότητας, της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής δικαιοσύνης, που θα αποτελεί φερέγγυα και αξιόπιστη εναλλακτική λύση στη ΝΔ. Και αυτή η Κεντροαριστερά δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι η Κεντροαριστερά της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε επιθυμεί, ούτε θέλει, ούτε μπορεί να εκφράσει. Αυτό που θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια αποδυναμωμένη Κεντροαριστερά για να μπορεί να τη χρησιμοποιεί ως πολιτικό συμπλήρωμα σε ψευδεπίγραφα «προοδευτικά μέτωπα», προκειμένου να διεκδικεί καθοριστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις μέσω της επιδιωκόμενης ηγεμονίας στον αντιδεξιό πόλο.

Ομως, η μάχη για την επανάκτηση της ηγεμονίας από τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς θα είναι μια δύσκολη μάχη, η οποία θα πρέπει να δοθεί περισσότερο στο πεδίο της αναμέτρησης ιδεών και προτάσεων για το μέλλον της χώρας και λιγότερο στο πεδίο της  αντιπαράθεσης σημερινών κομματικών μηχανισμών και πεπραγμένων του παρελθόντος.

Γιατί μόνο μια μάχη στο προγραμματικό πεδίο θα επιτρέψει να υπάρξουν συγκλίσεις των ευρύτερων δυνάμεων του μεταρρυθμιστικού Κέντρου και της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς για τη συγκρότηση ενός ισχυρού σοσιαλδημοκρατικού φορέα και για την αλλαγή των υφιστάμενων πολιτικών συσχετισμών. Και θα είναι ασφαλώς μια μάχη που δεν θα κριθεί μόνο από το αποτέλεσμα των επερχόμενων εκλογών, αλλά και από τις επιλογές του ΚΙΝΑΛ στο μετεκλογικό σκηνικό. Επιλογές που από θέσεις πολιτικής αυτονομίας θα πρέπει να εξασφαλίζουν την πολιτική σταθερότητα, την εθνική συνεννόηση και την κοινωνική συνοχή, στο πλαίσιο ενός εθνικού σχεδίου εξόδου από την κρίση.

Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για το ΚΙΝΑΛ και σε αυτή την πρόκληση καλείται να ανταποκριθεί «πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά». Πιο γρήγορα να προχωρήσει τη δημοκρατική του συγκρότηση και λειτουργία με τη μορφή ενιαίου κόμματος. Πιο ψηλά να βάλει τον πήχη της ανανέωσης σε ιδέες, πρακτικές και πρόσωπα. Πιο δυνατά να αναδείξει τη μεταρρυθμιστική του φυσιογνωμία. Μόνο έτσι θα πείσει τους προοδευτικούς πολίτες που σκέφτονται να ψηφίσουν ΝΔ για να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και αυτούς που αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο να ξαναψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ για να μην κυριαρχήσει η ΝΔ, ότι η εκλογική ενίσχυση του ΚΙΝΑΛ, και επομένως «η στρατηγική του νίκη», αποτελεί την καλύτερη δυνατή επιλογή για το αύριο της χώρας.

Ο Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Ιατρικής