Η περιδιάβαση στον άνω άξονα της περιοχής των Εξαρχείων είναι μια οπτική υπενθύμιση των κοινωνικών μετασχηματισμών που επιβάλλει κάθε φορά το παρόν στην ιστορική διάρκεια. Μια διαδικασία έντονα αποτυπωμένη και στην προστατευμένη με εξωτερικό κιγκλίδωμα είσοδο των εκδόσεων Καστανιώτη στο 104 της οδού Θεμιστοκλέους. Στο πρόσφατα ανακαινισμένο εσωτερικό του διατηρητέου κτιρίου ο οικοδεσπότης Θανάσης Καστανιώτης σερβίρει μαζί με αμερικανικό καφέ αναμνήσεις από τον εκδοτικό οίκο που συμπληρώνει πενήντα χρόνια.

«Ξεκίνησα το 1968, ένα παιδί 24 ετών αποφασισμένο ότι θα ζήσει με τον κόσμο του βιβλίου. Με φίλους και παρέες πηγαίναμε θέατρο, μουσικές εκδηλώσεις, διαβάζαμε και συζητούσαμε για βιβλία. Εκείνη την εποχή εργαζόμουν στη Φωλιά του Βιβλίου. Τότε ήταν απέναντι από την Εθνική Βιβλιοθήκη, Πανεπιστημίου 39. Εφυγα από εκεί το ’74 και άρχισα να κάνω διάφορα βιβλία με φίλους και γνωστούς. Τότε θυμάμαι ο Αντρέας Αγγελάκης, ένας φιλόλογος, λογοτέχνης και ποιητής, μας διάβαζε ποιήματα που μετέφραζε από Τσεχοσλοβακία, Λέοναρντ Κοέν, πρωτοποριακά δηλαδή θέματα για εκείνη την εποχή. Κάποια στιγμή αποφασίσαμε να τα κάνουμε και βιβλιαράκι. Ενα μικρό ανθολόγιο. Μετά κάναμε μαζί τις μεταφράσεις που είχε κάνει για τα ποιήματα του Λόρκα και έτσι αρχίσαμε να μπαίνουμε σε μια εκδοτική λογική που με ενδιέφερε πολύ γιατί τη βρίσκω παρά πολύ δημιουργική».

Μια χάρτινη κούτα προβάλλει ανοιχτή και το εσωτερικό της γεμάτο φωτογραφίες αναστατώνει τον εκδότη. Οι δεσμίδες των εικόνων σκορπίζουν αναμνήσεις από εκδηλώσεις και αφίξεις συγγραφέων. «Ηρθαν πολλοί άνθρωποι δίπλα μου. Κι ενώ δειλά δειλά έκανα κάποια βιβλία μέχρι τη Μεταπολίτευση, μετά που επέστρεψαν όλοι οι διανοούμενοι από το εξωτερικό και ήταν καθηγητές, βοηθοί καθηγητών, μεταφραστές, έφεραν τα καινούργια πράγματα στην Ελλάδα. Τα οποία ζητούσε πολύ η χώρα. Λόγω της χούντας δεν υπήρχαν πολλά βιβλία».

ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ. Η παράλληλη δραστηριότητα είναι εύκολη για τον συνομιλητή, ο οποίος στην οθόνη του υπολογιστή του διευθετεί επιχειρηματικές εκκρεμότητες της ημέρας καθώς θυμάται το ξεκίνημα των μεταφράσεων της ξένης λογοτεχνίας και των επιλογών που διαμόρφωσαν τον αστικό μύθο για το ένστικτό του, να οσμίζεται τα Νομπέλ πριν ακόμη ανακοινωθούν. «Αρχισα να εκδίδω βιβλία τα οποία «συζητούσαμε». Θέλω να πω ότι δεν ήταν τυχαίο που βγήκε ο Σολ Μπέλοου στα ελληνικά και αμέσως μετά πήρε Νομπέλ. Οφείλεται στη διαίσθηση. Κάναμε υποδειγματική δουλειά μαζί με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη. Δεν πηγαίναμε στα εμπορικά βιβλία μπεστ σέλερ. Πηγαίναμε στα ποιοτικά βιβλία ανά χώρα και έτσι έχουμε βγάλει όλον τον κόσμο. Από Αφρική μέχρι Ωκεανία βγάλαμε ό,τι καλύτερο υπήρχε. Αυτός είναι ο πλούτος μας, ο κατάλογός μας. Τα οποία μπορεί να έγιναν στη συνέχεια ευπώλητα. Πίστευα επίσης πως όταν κάνεις μια βιβλιοθήκη με επιλογή βιβλίων από τους γείτονές σου, αυτός είναι ένας τρόπος μέσα από τη λογοτεχνία να ξέρουμε με ποιους συνορεύουμε και συναλλασσόμεθα. Ετσι δημιουργήθηκαν οι «Ορίζοντες των Βαλκανίων», σε επιμέλεια του Τάκη Θεοδωρόπουλου».

Η ανάδειξη του βιβλίου στα τέλη του ’80 έγινε για τον Θανάση Καστανιώτη υπόθεση λάιφσταϊλ με εντυπωσιακές παρουσιάσεις στη Μεγάλη Βρεταννία. «Ελεγα ότι δεν είναι δυνατόν οι μόδιστροι να χρησιμοποιούν μεγάλους χώρους επιβολής. Το βιβλίο είναι πρώτο και μπορεί να έρθει δεύτερη η μόδα. Η άποψή μου ήταν ότι εμείς πρέπει να πάμε εκεί όπου ο πολύς κόσμος πιστεύει ότι είναι χώροι πολύ σημαντικοί και πολύ αστικοί καθώς και χώροι απόλαυσης. Ετσι ώστε να καταλάβει ότι το βιβλίο δεν είναι για μικρά γεγονότα. Να το εκτιμήσει όπως εκτιμά τους μεγάλους χώρους. Μιλάμε για εκδόσεις που αφορούσαν τους Τσαρούχη, Μυταρά, Κάρολο Κουν, Τρυπάνη… οι πάντες πέρασαν από εκεί. Οι μεγάλες παρουσιάσεις αφορούσαν την εγχώρια παραγωγή, αλλά κατά τη διάρκεια της πορείας μας, θυμάμαι, ο Σέιμους Χίνι όταν πήρε το Νομπέλ ήταν κάπου στη Μάνη και τον είχαμε φέρει εμείς, όπως και τον Βάργκας Λιόσα, αργότερα τον Κάρλος Φουέντες. Βγάλαμε λοιπόν το βιβλίο έξω από τη μιζέρια και αυτό ευτυχώς το μιμήθηκαν και άλλοι. Κι έτσι γίνονται σήμερα 500 εκδηλώσεις βιβλίου την ημέρα. Δεν είναι κακό αυτό, επειδή αυτό γίνεται και στην περιφέρεια. Αυτό που με έχει εντυπωσιάσει είναι ότι οι άνθρωποι της περιφέρειας είναι πιο ενθουσιώδεις και το θεωρούν πιο μεγάλη ανάγκη από τον βαριεστημένο Αθηναίο να βρεθούν μαζί με συγγραφείς, να τους ακούσουν και να συζητήσουν μαζί τους».

Ενας εκδότης από μόνος του θα ήταν επιχειρηματίας που τυπώνει βιβλία. Κάποια στιγμή χρειάζεται να έχει ειδικούς συνομιλητές, λογοτέχνες, ψυχαναλυτές, μεταφραστές, αρχιτέκτονες, θεωρητικούς, ποιητές, ώστε να συμβάλουν στην προπόνηση της διαίσθησής του να εντοπίσει το πνεύμα των καιρών. «Και τώρα συνεχίζω τις συζητήσεις με ανθρώπους που μου λένε πράγματα για κάτι που δεν υπάρχει στην Ελλάδα, για νέες έννοιες που κυκλοφορούν. Επίσης το δίκτυο των σχέσεών μας με ξένους εκδότες τροφοδοτεί τις νέες κυκλοφορίες μας. Αντλούμε υλικό από τα Random House, Fetrinelli, Gallimard, Faber, ανταλλάσσουμε προτάσεις μαζί τους και έτσι οι εκδόσεις μας παραμένουν πολυθεματικές» λέει ο Θανάσης Καστανιώτης.

ΒΗΜΑ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ. «Πέρα από τους κλασικούς λογοτέχνες επιθυμούσαμε να βγουν και νεότεροι και άγνωστοι. Εχουμε υποχρέωση να εκδίδουμε νέους έλληνες ποιητές και λογοτέχνες. Πρέπει κάποιοι να τους φροντίζουν. Προτείνουμε καλούς νέους συγγραφείς κι είμαστε πολύ αυστηροί στις επιλογές μας. Γιατί πρέπει να προβλέπουμε την ποιοτική διάρκεια του νέου συγγραφέα. Πιστεύω ότι αν δεν δώσεις βήμα στους νέους ανθρώπους, κλείνει ο κύκλος. Ο Χρυσός, ο Μάντης, η Μπουραζοπούλου είναι μεγάλοι συγγραφείς και ακόμα πιο νέοι ο Γράψας, ο Χριστοδούλου. Ο καινούργιος συγγραφέας πρέπει να εντοπίζει κοινωνικά θέματα. Να έχει μία ιστορία σε τέτοιο ρυθμό που να θέλει να την παρακολουθήσει ο αναγνώστης. Ο οποίος αναγνώστης ξέρουμε ότι σήμερα έχει τόσες σκοτούρες που όλο και πιο δύσκολα βρίσκει χρόνο και έχει διάθεση για να διαβάσει ένα βιβλίο. Υπάρχουν σύγχρονοι όπως ο Νίκος Χρυσός που περιγράφει περιστατικά για τους ανέργους και τους μοναχικούς και όπου και αν άνοιγα το πολυσέλιδο χειρόγραφό του ήθελα να διαβάσω παρακάτω. Ο Νίκος Μάντης στο «Τυφλοί» τρέχει με όλα τα προβλήματα που έχει η σύγχρονη Ελλάδα μέσα της. Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου σκαρφίζεται ιστορίες, είναι και προφητική γιατί έχει συμπεριλάβει ό,τι γίνεται σήμερα στη λίμνη των Πρεσπών. Μάλιστα η «Guardian» την είχε στις δέκα προτάσεις για science fiction βιβλία. Δεν αναφέρω συγγραφείς που μιλάνε για τα παιδικά τους χρόνια στην επαρχία. Οι Ελληνες πρέπει να γράφουν για την Ελλάδα, παίζει ρόλο η ματιά που γράφεις, πρέπει να έχεις εμπειρίες, θέσεις. Οπως τα πεζογραφήματα στις «Θαμπές ζωές» του Γιάννη Παπά. Η γραφή του είναι γραφή της «ξερολιθιάς». Και οι ξένοι ζητάνε Ελλάδα. Βέβαια, αυτοί οι νέοι συγγραφείς βγαίνουν τώρα σε ένα γενικότερα στεγνό ελληνικό τοπίο. Αν πρόβαλλαν τη δεκαετία του ’70 όταν είχε ανθήσει το βιβλίο, θα ήταν γι’ αυτούς πολύ διαφορετικά. Εχουμε καλούς συγγραφείς και περιμένουμε ακόμη καλύτερους. Τα χειρόγραφα που διαλέγουμε μοιάζουν στην πρωτοτυπία του Λάνθιμου. Ολα αυτά που εκδίδουμε είναι Λάνθιμοι. Απλά έχουν την ατυχία να έχουν ως υλικό τον γραπτό λόγο και όχι την εικόνα».

«Το πρόβλημά μας είναι ότι πρέπει να μεταφραστούν. Και οι ξένοι εκδότες είναι επιφυλακτικοί και επιμένουν στην αναγνωρισιμότητα, η οποία θεωρητικά είναι εξασφαλισμένη εφόσον υπάρχει βράβευση και φήμη. Είμαι αισιόδοξος για τη λογοτεχνική παραγωγή. Αλλά και στον θεωρητικό τομέα βγαίνουν πολλών τα βιβλία πρώτα στο εξωτερικό και μετά κυκλοφορούν στα ελληνικά. Δεν είμαστε άμοιροι γνώσεων, ενδιαφέροντος και επιστημοσύνης. Απλώς είμαστε μια ανυπόληπτη χώρα. Οπως έλεγε ο Βασιλικός, πρέπει να καταλάβουν οι ξένοι ότι ζούμε σε μια μεγάλη καταστροφή, για να ασχοληθούν μαζί μας, και προφανώς δεν έχουν καταλάβει ότι ζούμε σε μια μεγάλη καταστροφή. Και οι ξένοι ζούνε καταστροφή. Η εργατική τάξη της Αγγλίας ταλαιπωρείται βάναυσα, ήρθε η σειρά των Γάλλων. Και των Ιταλών. Μπορεί τους τελευταίους ο ήλιος να τους βοηθήσει. Οι χώρες οι μεσογειακές ξεκινάνε με μια ευεξία, λόγω ήλιου, που δεν την έχουν οι Βόρειοι. Τουλάχιστον έτσι μου έλεγε ένας ψυχολόγος, ότι το φως πρέπει να παίζει σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητά μας. Ενας μεγάλος ξενοδόχος μού έλεγε ότι όταν έρχονται ξένοι από τον Βορρά και κάθονται στην Κρήτη, αν τους δεις στην αρχή είναι σφιγμένοι, δυσαρεστημένοι, ταλαιπωρημένοι. Ομως την ημέρα που αναχωρούν έχουν αλλάξει τα πρόσωπά τους».