Ετοιμάζεστε για δεύτερη φορά να μπείτε σε μουσική περιπέτεια. Στήνετε ένα πρόγραμμα για νυχτερινό κέντρο. Δεν σας καλύπτει το θέατρο;

Ολοι έχουν ένα χόμπι. Αλλοι έχουν το ποδόσφαιρο, άλλοι παίζουν χαρτιά, εγώ έχω τη μουσική.

Δεν είναι λίγο ακριβό χόμπι;

Κυρίως ψυχικά. Γιατί μέχρι να σου επιτρέψουν να κάνεις αυτό που θέλεις σωστά, απαιτείται μια διαδρομή. Να φτάσεις στο σημείο εκείνο που, για να σου δώσουν έναν χώρο, θα σε εμπιστευθούν και θα σου πουν «άντε, ρε παιδί μου, κάνε την τρέλα σου». Την κάνω λοιπόν την τρέλα μου και σε λίγες μέρες θα πάρει σάρκα και οστά, με απολύτως επαγγελματικές προδιαγραφές.

Θα μείνω στη λέξη «απαιτείται» που είπατε. Τι θα βάζατε δίπλα;

Μια καλή ορχήστρα, καλό ήχο, ένα μαγαζί δηλαδή που να σου προσφέρει τα στοιχειώδη. Και φυσικά να έχεις τους συνεργάτες που θες.

Αισθάνομαι ότι κεφαλαιοποιείτε την εμπειρία σας από τους «Αγαμοι Θύται»…

Ναι, αλλά σε μια άλλη μορφή, γιατί είναι τελείως διαφορετικό πράγμα. Εμμέσως μπορεί να βοηθάει αυτό γιατί σου δείχνουν παραπάνω εμπιστοσύνη. Στους «Αγαμοι Θύται» δημιούργησα ένα μουσικό καμπαρέ, ένα μουσικό θέατρο. Τώρα κάνω ένα καθαρά λαϊκό πρόγραμμα με ωραία τραγούδια από τη δεκαετία του ’30 μέχρι τη δεκαετία του ’60: λίγο οπερέτα, λίγο Αττίκ και ένα καθαρό λαϊκό πρόγραμμα, που είναι ο βασικός κορμός αυτής της παράστασης. Δηλαδή από τις τρεισήμισι ώρες οι δυόμισι είναι ένα καθαρό λαϊκό πρόγραμμα με τραγούδια των Τσιτσάνη, Ζαμπέτα, Χιώτη, Μητσάκη, Καλδάρα κ.λπ. Αυτά που αγαπάμε στην ουσία. Και είναι τόσο πολλά.

Με ποιο κριτήριο έγινε η επιλογή;

Ηταν πάρα πολύ δύσκολο από τα 30.000 να καταλήξεις σε 80, να τα συνδέσεις και να αφηγούνται κάτι. Οπότε αποφασίσαμε να αφήσουμε απ’ έξω όλες τις μεγάλες επιτυχίες που ακούγονται παντού, και ας είναι ωραία τραγούδια.

Πώς συναντώνται οι επιθυμίες του κοινού με εκείνες του καλλιτέχνη;

Αυτό είναι ένα διαρκές στοίχημα. Οχι μόνο στη δική μας τη δουλειά. Η εκκίνηση βρίσκεται στη συγκίνηση. Να υπάρχει κάτι στον πυρήνα που να σου μιλάει, να επικοινωνεί μαζί σου στο σήμερα. Αυτό επιδιώκω και αποφασίζω να εκτεθώ. Αν δεν με συνεγείρει, δεν πρόκειται ποτέ να ασχοληθώ με αυτό.

Οι «Ηρωες» γιατί σας συνήγειραν;

Είναι ένα εξαιρετικό κείμενο που έχει υπέροχες ισορροπίες. Εχει χιούμορ, έντονο συναίσθημα, πίκρα, μελαγχολία σε έναν καμβά  λεπτών αποχρώσεων. Η σκηνοθεσία του Μιλιβόγεβιτς το υπηρέτησε πίστα και το ανέδειξε – κάνοντας και δραματουργική επεξεργασία για να πάει προς αυτή την κατεύθυνση. Ταυτόχρονα είναι ένα έργο το οποίο είναι δύσκολο, γιατί δεν έχει στόρι. Δεν υπάρχει υπόθεση, υπάρχει μόνο κατάσταση. Ενα από τα ακριβά υλικά του όμως είναι το  πάρα πολύ δυνατό του χιούμορ.

Που είναι ο δούρειος ίππος για να ειπωθούν σοβαρά πράγματα…

Αυτό που λέτε με απασχολεί όλη μου τη ζωή. Είναι εσωτερική μου ανάγκη από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Πώς δηλαδή ενυπάρχει μέσα στην κωμωδία το δράμα και στο δράμα η κωμωδία. Ουσιαστικά αυτό άρχισε να με απασχολεί από τότε που μπήκα στη σχολή, στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος.

Είναι και ένας ασφαλής τρόπος για να φτάσεις πιο γρήγορα με το κοινό.

Το χιούμορ και η σχέση μου με την κωμωδία είναι πάθος και εμμονή. Αν ο ηθοποιός δεν έχει απόλυτη χαρά και απόλυτη ταύτιση με αυτό που κάνει δεν μπορεί να φτάσει κάτω. Εγώ δεν είμαι φύσει κωμικός, απλώς δούλεψα πάρα πολύ. Προσπάθησα να μάθω τους κώδικες της κωμωδίας. Θέλει απόλυτη ακρίβεια, σαν να ακολουθείς μουσική παρτιτούρα. Ολα αυτά βέβαια κάποιοι ηθοποιοί τα έχουν από τη φύση τους.

Οι «Ηρωες» βρίσκονται σε μια μόνιμη διαδικασία μάταιης απόδρασης. Σας έκανε να σκεφτείτε τις δικές σας μάταιες αποδράσεις;

Ε, βέβαια. Η απόδραση όμως μπορεί να είναι ωφέλιμη αλλά μπορεί να είναι και εγκατάλειψη της μάχης. Εν προκειμένω όμως είναι στόχος ζωής. Να μπορέσουν, έστω και ουτοπικά, να ξεφύγουν για λίγο. Εις ανάμνηση του παρελθόντος.

Μας κατευθύνει το παρελθόν;

Δεν θα έπρεπε, αλλά ναι. Δεν έχω ευτυχώς εμμονική σχέση με το χθες. Η εμμονή μου είναι τα πράγματα που ασχολούμαι όλη μέρα. Η βασική μου ήταν να γίνω ηθοποιός. Αργησα να βιοποριστώ από τη δουλειά μου αλλά δεν εγκατέλειψα τον αγώνα γιατί μόνο έτσι μπορούσα να αντέξω τη ζωή. Κάτι έπρεπε να βρω για να με παρηγορεί. Και η μουσική ήρθε ως δεύτερη εναλλακτική λύση, παρ’ όλο που δεν είχα κανένα ταλέντο. Το είχα ανακαλύψει από το σχολείο. Από τότε που είχα αρχίσει να έχω δύσκολα χρόνια.

Τι ακριβώς συνέβη;

Στην εφηβεία μου άρχισα απότομα να απομακρύνομαι από τους γύρω μου. Δεν ήξερα τι ακριβώς μου έφταιγε. Ημουν πρώτος μαθητής, απουσιολόγος κ.λπ., ήσυχο παιδί, χωρίς να είμαι σπασίκλας και ξαφνικά μεταλλάχθηκα. Κομβικό σημείο ήταν η στιγμή που ανέβασα μια παράσταση προοίμιο των Αγαμων Θυτών. Οχι στο σχολείο, γιατί δεν μας επιτρέπανε, γιατί ακόμα στα σχολεία της επαρχίας ήταν το κλίμα λίγο βασιλοχουντικό. Αυτή η παράσταση είχε επιτυχία, και έτσι άρχισε το κακό.

Τι συνέβη εκεί;

Εκεί διαπίστωσα ότι το μόνο που δεν με κούραζε ήταν να κάνω πρόβες και οτιδήποτε είχε σχέση γύρω από την παράσταση. Τότε άρχισα να καπνίζω, να πηγαίνω στα σκυλάδικα – σκυλάδικα επαρχίας, πολύ σκληρά, με κονσομασιόν και λοιπά. Εννοείται κρυφά από τους γονείς μου. Ολα αυτά ταυτόχρονα με το να πηγαίνω στο κατηχητικό για να συγκρούομαι, στον «Ρήγα Φεραίο», να διαβάζω Παπαδιαμάντη, Μπρεχτ και Γκόργκι. Ολα μπερδεμένα.

Η κορύφωση αυτής της σύγκρουσης ποια ήταν;

Οταν έφυγα από το σπίτι μου στην Πτολεμαΐδα και περιπλανιόμουν για τρεις μήνες σε φίλους μου στη Θεσσαλονίκη. Οι γονείς μου τρελάθηκαν. Ομως με έναν μαγικό τρόπο έδειξαν κατανόηση. Ειδικά όταν τους είπα ότι πέρασα εξετάσεις στη δραματική σχολή του Κρατικού, ο πατέρας μου με στήριξε. Παρ’ όλο που δεν είχε την τεράστια οικονομική δυνατότητα.

Ηταν καθοριστικό για τη ζωή σας να ακολουθήσετε σπουδές που θα σας έφερναν πιο κοντά στο όνειρό σας;

Οχι, γιατί και όταν μπήκα στη σχολή δεν βρήκα τα περιβάλλον που ευελπιστούσα ότι θα είχε. Υπήρχαν αγκυλώσεις, δυσκαμψίες. Ευτυχώς όμως είχα έναν δάσκαλο που δεν θα ήταν υπερβολή να πω ότι με έκανε να γίνω αυτό που είμαι. ‘Η, αν θέλετε, βρήκε τρόπο να ανασύρει αυτά που είχα μέσα μου.

Ποιος ήταν;

Ο καθηγητής δραματολογίας, ο Τάσος Ναούμ. Με έβαλε σε έναν καινούργιο κόσμο μέσα από διαβάσματα, συζητήσεις, αναγνώσεις. Είχα συγκρουσιακή σχέση μαζί του αλλά είχε έναν τρόπο να το κάνει δημιουργικά. Από τη στιγμή που τον γνώρισα δεν είμαι πια ο ίδιος.

Θυμάστε μια φράση του;

Βέβαια, και τη σκέφτομαι πολύ συχνά: «Ετσι κι αλλιώς πάντα θα είμαστε αντιπολίτευση του ίδιου μας του εαυτού».