Η μέχρι σήμερα συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση χαρακτηρίζεται από την αμήχανη και μη πολιτική προσέγγιση του όλου θέματος από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Η κυβέρνηση πήρε την πρωτοβουλία να ανοίξει τη διαδικασία αναθεώρησης επειδή πιστεύει ότι ο Καταστατικός Χάρτης χρειάζεται αλλαγές προκειμένου να αντιμετωπιστούν μεγάλα ζητήματα που ανέδειξε η πρωτοφανής κρίση που βίωσε η χώρα. Και προφανώς με την πρότασή της επιλέγει – όπως έχει το δικαίωμα – τα θέματα που θεωρεί αναγκαίο να επιλυθούν και ταυτόχρονα προτείνει και την κατεύθυνση προς την οποία θα πρέπει να επιλυθούν.

Αυτή την πρόταση την απευθύνει προς τα άλλα κόμματα, πρωτίστως όμως την απευθύνει προς τον ελληνικό λαό, προκειμένου στις εκλογές να διαμορφώσει τους συσχετισμούς εκείνους που θα επιτρέψουν την υλοποίηση των προτάσεων. Τα όσα λέγονται από την αντιπολίτευση για προεκλογική αξιοποίηση και παιχνίδια με το Σύνταγμα είναι ακατανόητα και σίγουρα μη πολιτικά.

Στα δημοκρατικά Συντάγματα αποτυπώνονται συγκεκριμένοι πολιτικοϊδεολογικοί συσχετισμοί της δεδομένης ιστορικής συγκυρίας. Πάντα οι αναθεωρήσεις έχουν σαφές πολιτικό στίγμα. Για να μείνω μόνο στην πρόσφατη Ιστορία, άλλοι συσχετισμοί αποτυπώθηκαν στο Σύνταγμα του 1952, άλλοι στο Σύνταγμα του 1975, άλλοι στο Σύνταγμα του 1986 και άλλοι επιδιώκει η σημερινή κυβέρνηση να αποτυπωθούν στην αναθεώρηση που ξεκινάει.

Ας αφήσουμε λοιπόν τα κατ’ επίφαση επιχειρήματα και ας μπούμε στην ουσία. Θεωρούμε ότι χρειάζονται αλλαγές στο Σύνταγμά μας ή νομίζουμε ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε μπορούν να λυθούν με απλούς νόμους; Κι εάν νομίζουμε ότι χρειάζονται αλλαγές, τότε ας πει ο καθένας με σαφήνεια την άποψή του. Τι πρέπει να αλλάξει και προς ποια κατεύθυνση. Και όλοι μαζί ας ζητήσουμε από τον ελληνικό λαό σαφή εντολή επί αυτών των προτάσεων.

Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, η κυβέρνηση διατυπώνει μια πρόταση με σαφείς στόχους και συνεκτική λογική. Προφανώς δεν μπορώ να αναφερθώ σε όλα στο πλαίσιο ενός άρθρου, θα επιχειρήσω όμως να αναδείξω δύο θεμελιώδεις στόχους της προτεινόμενης αναθεώρησης.

1. Πολιτική συνεννόηση

Ο πρώτος στόχος αφορά στο καθολικό νομίζω – μετά την κρίση – αίτημα για την υπέρβαση του ακραία πολωτικού χαρακτήρα του πολιτικού μας συστήματος και την εμπέδωση διαδικασιών που θα τείνουν προς την εξασφάλιση συναινέσεων μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων ως προς την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων της χώρας. Το μεγάλο αυτό ζήτημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με διακηρύξεις καλών προθέσεων του τύπου «και αυτοδύναμος να είμαι θα συνεργαστώ με άλλους» ούτε με ηθικολογικού χαρακτήρα κηρύγματα. Η ουσία της πολιτικής συμπυκνώνεται στην καθοριστική έννοια του συσχετισμού δύναμης.

Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, στόχος των δημοκρατικών Συνταγμάτων είναι να εξισορροπούν την εκάστοτε εξουσία διαμορφώνοντας θεσμικά αντίβαρα και κατοχυρώνοντας εγγυήσεις για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών αλλά και για τον έλεγχο της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας.

Στην Ελλάδα λοιπόν, στο όνομα των ισχυρών κυβερνήσεων, έχει χαθεί η έννοια των θεσμικών αντίβαρων και έχει διαμορφωθεί ένα κλειστό – κατά τη διατύπωση του Αριστόβουλου Μάνεση – σύστημα εξουσίας υπέρ του κόμματος που διαθέτει την αυτοδυναμία στη Βουλή. Αυτοδυναμία που κατά κανόνα κατασκευάζεται από τον εκλογικό νόμο. Αυτό το κλειστό κύκλωμα εξουσίας αποτελεί τη ρίζα της ακραίας πόλωσης και της απουσίας κάθε δυνατότητας συνεννοήσεων.

Η κυβερνητική λοιπόν πρόταση, αντί να αναζητήσει λύση σε μεγάλες ανατροπές στην αρχιτεκτονική του πολιτεύματος, προτείνει να δοθεί στον ελληνικό λαό – διά του εκλογικού αποτελέσματος – η δυνατότητα να υποχρεώνει τα κόμματα σε συνεργασίες. Νομίζω ότι πρόκειται για μια θεμελιώδη αλλαγή που μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά την πορεία της χώρας και να αλλάξει ριζικά το πολιτικό κλίμα.

Ως προς το επιχείρημα της ακυβερνησίας, νομίζω ότι ιδιαίτερα μετά την εμπειρία της κρίσης είναι παντελώς αβάσιμο. Στην κρίση μάς οδήγησαν ισχυρές (δηλαδή ανεξέλεγκτες) μονοκομματικές κυβερνήσεις. Στη νέα περίοδο που ξεκινάει για τη χώρα θέλουμε να ξαναγυρίσουμε στη λογική του κλειστού κυκλώματος εξουσίας, έξω από κάθε έλεγχο και εξισορρόπηση ή θέλουμε να πάμε μπροστά εξασφαλίζοντας συνεννοήσεις και συνεργασίες και επιβάλλοντας τον έλεγχο και την ισορροπία στην άσκηση της εξουσίας. Αραγε, κακώς, σύμφωνα με τους θιασώτες των ισχυρών μονοκομματικών κυβερνήσεων, ο κόσμος όλος πανηγύρισε το αποτέλεσμα των ενδιάμεσων εκλογών στις ΗΠΑ που έσπασαν τη μονοκρατορία του Τραμπ και επέβαλε μια εξισορρόπηση;

2. Το πρόβλημα της εμπιστοσύνης

Η δεύτερη μεγάλη στόχευση της κυβερνητικής πρότασης είναι η απάντηση στο μεγάλο ζήτημα εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα της χώρας, ιδιαίτερα μετά την κρίση. Ως προς αυτό λοιπόν, η κυβερνητική πρόταση εστιάζει σε δύο σημεία. Το πρώτο αναφέρεται στην αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Νομίζω ότι δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία ότι αυτός ο νόμος παράγει δύο αντιφατικά και πολύ αρνητικά αποτελέσματα. Επιτρέπει την πολύ εύκολη σπίλωση ανθρώπων διότι χωρίς ουσιαστική έρευνα υποχρεώνει το να έρθουν στη Βουλή αναπόδεικτες κατηγορίες κατά πολιτικών προσώπων και άρα εύκολα μπορούν να εγερθούν ενστάσεις για πολιτική δίωξη. Ταυτόχρονα όμως τελικώς εξασφαλίζει σε σημαντικό βαθμό την ατιμωρησία των πολιτικών προσώπων. Ετσι, πραγματικοί ένοχοι είναι πολύ πιθανό να προστατευθούν, ενώ πραγματικά αθώοι πολύ εύκολο να στιγματιστούν. Το τελικό αποτέλεσμα είναι αυτό που σήμερα βιώνουμε, η κρίση δηλαδή εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα.

Ομως, εάν σε προηγούμενες περιόδους μπορούσε να υπάρξει – όπως υπήρξε – αναβλητικότητα ως προς την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, σήμερα μετά τη μεγάλη κρίση και τη βαθιά ανάγκη των πολιτών για πραγματική απόδοση ευθυνών χωρίς την εμπλοκή σκοπιμοτήτων πολιτικών διώξεων, το θέμα πρέπει να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά. Και όπως όλοι ξέρουμε, χωρίς συνταγματική αναθεώρηση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί.

Το δεύτερο σχετικό με την εμπιστοσύνη σημείο αναφέρεται στις προτάσεις για τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία μέσω δημοψηφισμάτων. Η λογική της πρότασης προσπαθεί να απαντήσει στην αίσθηση πλήρους αδυναμίας για αντίδραση που διακατέχει τις σύγχρονες κοινωνίες και ιδιαίτερα τις ευρωπαϊκές κοινωνίες που έχουν μια δημοκρατική πορεία και οι πολίτες τους σε προηγούμενες περιόδους ένιωθαν πιο ισχυροί διαθέτοντας στα όρια των εθνικών κρατών διαδικασίες που τους επέτρεπαν να παρεμβαίνουν.

Οποιος παραγνωρίζει αυτό το πρόβλημα δεν μπορεί να κατανοήσει το πώς μέρα με την ημέρα λαμβάνουν απειλητικές διαστάσεις στην Ευρώπη τάσεις που μπορούν να υπονομεύσουν – αν δεν το έχουν ήδη κάνει – τα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και να αποτελέσουν για ακόμα μια φορά εφιαλτικές απειλές για την Ευρώπη και τους λαούς της.

Ο Στέργιος Πιτσιόρλας είναι αναπληρωτής υπουργός Βιομηχανίας