Η πολιτική προπαίδεια των εκλογών, όπως την παρουσίασε προχθές ο Πρωθυπουργός: στα δύο επόμενα χρόνια, 2019 και 2020, θα αποχωρήσουν από το Δημόσιο 16.000 – 17.000 δημόσιοι υπάλληλοι και θα γίνουν ισάριθμες προσλήψεις. Σε αυτές προσθέτουμε 7.500 προσλήψεις που έχουν εξαγγελθεί για το πρόγραμμα Βοήθεια στο Σπίτι και την ειδική αγωγή. Και, κερασάκι στην τούρτα, μέσα στο 2019 θα προκηρυχθούν άλλες 10.000 προσλήψεις, στις θέσεις που κατελάμβαναν οι κληρικοί, οι οποίοι από τον Ενιαίο Φορέα Πληρωμών του Δημοσίου θα μεταταχθούν σε έναν νεφελώδη, ασώματο χώρο αγγέλων, όπου κάποιος μπορεί να μισθοδοτείται τακτικά από τον κρατικό προϋπολογισμό χωρίς να είναι δημόσιος υπάλληλος. Το άθροισμα των νέων προσλήψεων είναι 34.500.

Τώρα, από την απλή αριθμητική ας περάσουμε στο πεδίο των διαφορικών εξισώσεων: Ποιος είναι ο πολλαπλασιαστής που μεταφράζει τον αριθμό των αυριανών προσλήψεων σε σημερινές ψήφους στην κάλπη;

Ως βοήθημα για να λυθεί η εξίσωση προτείνω μια πρόσφατη μεγάλη έρευνα, της διαΝΕΟσις, με τίτλο «Τι πιστεύουν οι Ελληνες». Η έρευνα καταγράφει τη μεγάλη αλλαγή στις αξίες, τις αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις των Ελλήνων, ύστερα από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης, αλλά και μετά την εμπειρία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι μόνον ότι οι Ελληνες γίναμε πιο συντηρητικοί παρά ποτέ, στη μεταπολιτευτική ιστορία τουλάχιστον. Οτι η οικογένεια, η πατρίδα και η θρησκεία είναι το μοναδικό πεδίο γενικής συναίνεσης με καθολική σχεδόν αποδοχή και οι αντίστοιχοι θεσμοί (Στρατός, Εκκλησία) οι μόνοι που εξασφαλίζουν υψηλά ποσοστά εμπιστοσύνης. Είναι, προπάντων, ότι έννοιες όπως επιχειρηματικότητα, ιδιωτικός τομέας, ξένες επενδύσεις εμφανίζονται αίφνης ως εξαιρετικά δημοφιλείς. Οτι στο ερώτημα «Τι προτιμάτε, υψηλή φορολογία και ισχυρό κράτος πρόνοιας ή χαμηλή φορολογία με μικρότερη κοινωνική μέριμνα;» ένα ποσοστό 64% των απαντήσεων τάσσεται με τη δεύτερη επιλογή. Ή ότι στο ερώτημα «Θέλετε μικρότερο ή μεγαλύτερο δημόσιο τομέα», το 61% δαλέγει σμίκρυνση του Δημοσίου! Από αυτήν την οπτική γωνία, λοιπόν, οι υποσχέσεις του Πρωθυπουργού για προσλήψεις μπορεί και να προκαλούν αποδοκιμασία.

Οταν, όμως, η έρευνα προσγειώνεται από τις γενικές πεποιθήσεις στην προσωπική εμπειρία, η εικόνα, όπως είναι φυσικό, αλλάζει. Στο ερώτημα «Αν μπορούσατε να διαλέξετε ανάμεσα στις παρακάτω δύο δουλειές, ποια θα διαλέγατε; Μια δουλειά με μέτριο μισθό, μικρές προοπτικές εξέλιξης αλλά σταθερότητα ή μια δουλειά που προσφέρει μεγάλες αποδοχές, υψηλές προοπτικές εξέλιξης αλλά δεν προσφέρει εργασιακή ασφάλεια;», μόνον ένας στους τρεις απαντά ότι θα διάλεγε το ρίσκο. Το 65% απαντά ότι θα προτιμούσε μια σταθερή, υποαμειβόμενη δουλειά στο Δημόσιο. Ο Αλέξης Τσίπρας παίζει σε σίγουρο έδαφος, λοιπόν, όταν υπόσχεται προσλήψεις. Το ίδιο και όταν κλείνει το μάτι στους συνταξιούχους, λέγοντας «εντάξει, τώρα δεν μπορώ να σας δώσω τα αναδρομικά που ζητάτε, αλλά αν επανεκλεγώ, κάτι θα κάνω και για εσάς – να, όπως έκανα τώρα με τα ειδικά μισθολόγια».

Παλιά κόλπα, θα πείτε. Μελωδίες από το παλιό εκλογικό ρεπερτόριο που είχαν αρχίσει να φθείρονται και να ξεχνιούνται, πολύ πριν από τον κατακλυσμό της κρίσης. Αλλά να που επανηχογραφούνται σε νέα εκτέλεση, από νέους καλλιτέχνες και ξαναγίνονται σουξέ. Αν η παλιά εκείνη παροιμία – εκατό χρονών η αλεπού, εκατόν δέκα το αλεπουδάκι – σατίριζε τους νεότερους που κάνουν τους έξυπνους στους μεγαλυτέρους, ο Αλέξης Τσίπρας βρίσκει τρόπο να φέρει την παροιμία ανάποδα και να την κάνει να κυριολεκτεί. Χρησιμοποιεί τα γνώριμα κόλπα των παλιών αλεπούδων της πολιτικής καλύτερα από εκείνες, δίχως προσχήματα και ντροπαλές αναστολές, φέρνοντας σε προφανή αμηχανία τους πρώτους διδάξαντες.

Ισα ίσα περισσεύει λίγος χώρος στη δημόσια σφαίρα για να ψιθυρίσει κανείς, σε ώτα μη ακουόντων ίσως, την μικρή του ένσταση: Αυτό, λοιπόν, χρειαζόμαστε τώρα; Αυτό το όπισθεν ολοταχώς – που έλεγε και ο μακαριστός – προς την παλιά καλή εποχή, τότε που προ της κάλπης στήνονταν τραπέζια μελλοντικής ευωχίας; Οπου οι πολιτικοί υπόσχονταν προσλήψεις και αυξήσεις και οι ψηφοφόροι έκαναν ότι τους πιστεύουν, ελπίζοντας να εξαργυρώσουν μέρος των υποσχέσεων μετά τις εκλογές;

Ευρωπαίος αξιωματούχος δήλωνε προ ημερών ότι «η ελληνική οικονομία, μετά την έξοδο από τα Μνημόνια, έχει μπει σε ένα δεκαετές μορατόριουμ, ένα είδος θερμοκηπίου προστατευμένου από τις εξωτερικές ατμοσφαιρικές πιέσεις». Η περιγραφή είναι ακριβής, το χρονικό όριο υπερβολικά αισιόδοξο. Εχουμε πολύ λιγότερο από δέκα χρόνια μέχρι να χάσουμε τις συνθήκες θερμοκηπίου ή μέχρι η παγκόσμια οικονομία να μπει ξανά σε υφεσιακό κύκλο, για να προλάβουμε να κάνουμε ό,τι χρειάζεται. Για τον θεσμικό εκσυγχρονισμό της Διοίκησης και της Δικαιοσύνης, την ανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης, την προσέλκυση επενδύσεων και την ενίσχυση της εσωτερικής αποταμίευσης, τη χιλιοτραγουδισμένη παραγωγική ανασυγκρότηση. Εχουμε ένα μάλλον μικρό παράθυρο ευκαιρίας. Και, προς το παρόν, το σπαταλάμε. Ξοδεύουμε χρόνο, πόρους και πιθανότητες αλλαγής του πολιτικού κλίματος, για να στήσουμε ένα παραδοσιακό προεκλογικό γλέντι.