* «Η Ευρώπη υπέκυψε;»

«Ja, Europa ist erlegen», «Ναι, η Ευρώπη υπέκυψε» παρατηρεί με ειρωνική κατανόηση ο Christian Johann Heinrich Heine (Χάινριχ Χάινε), ο μείζων σκωπτικός του γερμανικού Ρομαντισμού, στο ποίημά του «Μυθολογία», στο δεύτερο βιβλίο, που επιγράφεται «Θρήνοι», της συλλογής «Ρομαντσέρο», που εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 1851, πέντε χρόνια πριν τον θάνατο του ποιητή από προϊούσα μυϊκή ατροφία και παράλυση λόγω συφιλίδος ή, το πιθανότερον, μολυβδιάσεως, δηλαδή χρόνιας δηλητηρίασης από μόλυβδο.

Ιδού το ποίημα ολόκληρο, στην εξαίρετη μετάφραση της Λένιας Ζαφειροπούλου, που διατηρεί ακέραιο το ζωτικό ρυθμικό σκώμμα του πρωτοτύπου (από το βιβλίο «Γκαίτε-Χάινε: Οταν ο νους σου βράζει κι η καρδιά», εκδ. Πατάκη, 2014): «Ναι, η Ευρώπη δεν μπορούσε να νικήσει / Μ’ έναν ταύρο να τα βάλει ποιος μπορεί; / Τη Δανάη έχουμε επίσης συγχωρήσει / Στη χρυσή δεν αντιστάθηκε βροχή! / Σαγηνεύτηκε και η Σεμέλη / Γιατί σκέφτηκε, το σύννεφο πριν πέσει, / Τέτοια τέλεια, ουράνια νεφέλη / Δεν μπορεί ποτέ να μας εκθέσει. / Με αγανάκτηση όμως θα γεμίσουν / όσοι για τη Λήδα έχουν διαβάσει- / Τι ανόητη χήνα πρέπει να ήσουν, / Ενας κύκνος για να σε γελάσει!»

Γιατί υπέκυψε η Ευρώπη στο ποίημα του Χάινε; Γιατί «ποιος μπορεί μ’ έναν ταύρο να τα βάλει;». Με παρόμοια σκωπτική διάθεση ο ποιητής κατανοεί την αδυναμία της Σεμέλης, της Δανάης και, λιγότερο, της Λήδας να αντισταθούν στη θεία ορμή και τις μεταμορφώσεις της. Ο πειρασμός να διαβάσουμε το ποίημα ως πολιτικό σχόλιο είναι μεγάλος, στην οποία περίπτωση μπορούμε να δούμε σε όλες αυτές τις γυναίκες – θύματα του Διός, του αρχετυπικού πατέρα – πολεμιστή, τον τρόπο με τον οποίο η εξουσιαστική βία, προσποιούμενη αγαθές προθέσεις, βρίσκει τον τρόπο διαρκώς να επιβάλλεται αλλά και να αναπαράγεται: τα τέκνα της αποπλάνησης των γυναικών, ο Περσέας, ο Διόνυσος, οι Διόσκουροι, η Ωραία Ελένη θα γεννήσουν με τη σειρά τους διένεξη, διχόνοια και πόλεμο.

Τι λέει ο Χάινε; Οτι η Ευρώπη του 1851 έχει υποκύψει εκ νέου στον δεσποτισμό και τη διένεξη που αυτός πάντα φέρει, όπως οι μυθολογικές γυναίκες υπέκυψαν στον πολεμιστή – δεσπότη Δία. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, φαίνεται να παραδέχεται κάπως μοιρολατρικά ο Χάινε, σαν με γνώση της ματαιότητας κάθε προσπάθειας για ευθύγραμμη πρόοδο, όπως πιο αισιόδοξα την περιέγραφε ο δάσκαλός του ο Χέγκελ στα φοιτητικά του χρόνια στο Βερολίνο. Το 1851, η Επανάσταση του 1848 σε Γερμανία, Γαλλία και σχεδόν παντού αλλού στην Ευρώπη φαινόταν να έχει ηττηθεί. Ο Λουδοβίκος – Ναπολέων ως νέος αυτοκράτωρ επεδείκνυε και αυτός δυσανεξία στις φιλελεύθερες ιδέες και ο βασιλεύς της Πρωσίας συνέχιζε να κυβερνά δεσποτικά παρά το ελπιδοφόρο διάλειμμα της Βουλής της Φρανκφούρτης. Ο αυταρχικός δεσποτισμός είχε πολλά στάδια να διανύσει ακόμα στην ευρωπαϊκή Ιστορία.

Ελληνες και γερμανοί ποιητές

Ο Χάινε άκουσε, λοιπόν, τον Χέγκελ να διδάσκει στο Βερολίνο των αρχών του 19ου αιώνα. Αφορμή για την κάπως απρόσμενη αυτή ποιητική καταβύθιση και ανάσυρση της Γερμανίας του προπερασμένου αιώνα αποτέλεσε η ίδια αυτή πόλη, το Βερολίνο, των αρχών του 21ου αιώνα. Εκεί, μεταξύ 15 και 21 Οκτωβρίου 2018 συνευρέθηκαν γερμανοί και έλληνες ποιητές και διαβάσανε από τα ποιήματά τους. Ημουν κι εγώ εκεί, παραφράζοντας διαρκώς μες στες σκέψεις μου την καβαφική ποιητική ανησυχία: «Μες στο Βερολίνο – φαντάσου! – ελληνικά ποιήματα». Οπως ο ποιητής Φερνάζης του Καβάφη ανησυχεί γιατί το βλέπει κομμάτι δύσκολο «μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί» ο κόσμος και οι ηγέτες του μέσα στην πολιτική αναταραχή που προκαλεί η εισβολή των Ρωμαίων στο βασίλειο του Μιθριδάτη το 74 π.Χ., έτσι και ο τωρινός ποιητής αναρωτιέται «Με τα ποιήματά μας θα ασχοληθούν οι Γερμανοί, μέσα σε τόση πολιτική αβεβαιότητα και αναταραχή;».

Και όμως, ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο φαίνεται να ενδιαφέρονται περισσότερο οι Γερμανοί για τα ελληνικά λογοτεχνικά πράγματα – γιατί καταλάβαμε εξ αίφνης, και εκ νέου, ένα μέρος της δημιουργικής και διανοητικής τους φαντασίας, μέσω της πολυλεγόμενης νεοελληνικής κρίσης μας. Αυτή η περί κρίσης πολυ-λογία γεννάει παραφυάδες και κάνει να ξαναβλασταίνουνε παλιοί βλαστοί. Είναι οι βλαστοί της μακράς ιστορικής («μακροϊστορικής» αλλά και «μικροϊστορικής») σχέσης νεότερης Ελλάδας και Γερμανίας. Οι βλαστοί αυτοί έπαιρναν στα μάτια μου τη μορφή των νεότερων και νεότατων ελλήνων ποιητών που διάβαζαν και επιτελούσαν επί μία εβδομάδα στο Βερολίνο, ανακαλώντας έστω και αμυδρά, την «τυραννία», όπως την αποκαλεί ο Simon Goldhill, «[που άσκησε] η Ελλάδα επί του γερμανικού πολιτισμού από τον 18ο ώς και τον 20ό αιώνα», μια τυραννία την οποία ο Nietzsche αποδίδει στη γερμανική επιθυμία «για το καλύτερο που ποτέ υπήρξε». Hegel, Winckelmann, Lessing, Herder, Schlegel, Hölderlin, Kleist, Wagner, Nietzsche και, βέβαια, Freud αποτελούν το κορεσμένο ριζωματικό υπόστρωμα αυτής της γερμανικής, ιδεοληπτικής σχεδόν, πολιτισμικής εμμονής με την Ελλάδα. Μήπως και τα θορυβώδη, διαρκώς εκδραματιζόμενα «Μνημόνια» αυτή την εμμονή μνημονεύουν;

Στο Βερολίνο, τη βδομάδα αυτή του φθινοπώρου του ’18, οι ποιητές μας διάβασαν σε δύο διαφορετικές εκδηλώσεις. Η πρώτη ήταν η κατάληξη ενός διετούς σχεδόν project – αφού η αγγλική λέξη χρησιμοποιείται έτσι και από τους Γερμανούς, γιατί όχι και από εμάς; Το project αφορούσε την έννοια του χρέους, το οποίο ως Schuld στα Γερμανικά σημαίνει και την ενοχή. Επί δύο χρόνια έλληνες και γερμανοί ποιητές αντάλλαζαν ποιήματα περί χρέους, ο ένας ρώταγε κι ο άλλος απαντούσε, και τούμπαλιν, σε ένα ποιητικό πάρε – δώσε (με «διαμεσολαβητή» τη μεταφράστρια Μαρίνα Αγαθαγγελίδου), που αναπαρήγαγε εν μέρει (ή αλλιώς «επιτέλεσε») την ίδια την ελληνογερμανική σχέση και τις διακυμάνσεις της κάποιοι ποιητές ήταν ασυνεπείς και δεν εκπλήρωσαν τις υπο-χρεώσεις τους, διακόπτοντας τον διάλογο με το ποιητικό τους ταίρι, άλλοι ήταν υπερσυνεπείς και απέφυγαν να χρεωθούν καθυστερήσεις, και ούτω καθεξής. Μπορώ να πω, έχοντας παρακολουθήσει την όλη διαδικασία, ότι το πλέον ενδιαφέρον ήταν αυτή ακριβώς η επιτελεστική (νεοελληνιστί performative) αναπαραγωγή κοινωνικών σχέσεων εξάρτησης και χρέους. Οι ποιητές φτιάξανε μια μικροκοινωνία, με όλα τα καλά και τα κουσούρια της, Ελληνες και Γερμανοί μαζί, εξίσου συνεπείς ή ασυνεπείς ανάλογα με τις ανάγκες και την ιδιοσυστασία του – και όχι με την εθνικότητά του! – ο καθένας και η καθεμιά. Το έργο ολοκληρώθηκε με αναγνώσεις πολλών ποιημάτων και σειρά ομιλιών από πανεπιστημιακούς (Δημήτρης Πλάντζος, Στάθης Γουργουρής, Μαρία Μπολέτση, Γιάννης Χατζηνικολάου κ.ά.) στο Freie Uninversität, το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βερολίνου, όπου τις εκδηλώσεις φιλοξένησε ο Μίλτος Πεχλιβάνος, ακούραστος κι ενθουσιώδης καθηγητής του Κέντρου Νεοελληνικών Σπουδών (CeMoG) του Πανεπιστημίου. Η όλη ιδέα και οργάνωση ήταν της εξίσου ενθουσιώδους νεότερης ελληνίδας ποιήτριας Ναταλίας Καραγιάννη, που κατοικοεδρεύει ως κοινωνιολόγος στο Πανεπιστήμιο Βαρκελώνης, και τα χρήματα – φαντάσου! – ήταν από την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Αμέσως μετά, από τις 17 ώς τις 21 Οκτωβρίου, έγινε και δεύτερη σειρά εκδηλώσεων, ανεξάρτητη από την πρώτη, υπό τον γενικό τίτλο «Συν-ενέργεια: Ελληνο-γερμανικό Λογοτεχνικό Συμπόσιο», διοργανωμένη (με τη στήριξη του Ιδρύματος Νιάρχου και του Πολιτιστικού Ταμείου της πόλης του Βερολίνου) από την επίσης ακαταπόνητη Michaela Prinzinger (Μιχαέλα Πρίντσινγκερ), που ως φιλόλογος και μεταφράστρια έχει κάνει πολλά για τις ελληνογερμανικές λογοτεχνικές ανταλλαγές – έχει μεταφράσει (σχεδόν όλο τον) Μάρκαρη, αλλά και Καρυστιάνη και Γαλανάκη στα Γερμανικά, ενώ από το 2014 έχει στήσει μαζί με άλλους τη διαδικτυακή πλατφόρμα «ελληνογερμανικών συναντήσεων» diablog.eu. Εδώ η βεντάλια των θεμάτων που συζήτησαν γερμανόφωνοι και ελληνόφωνοι ποιητές (και κάποιοι πεζογράφοι και εκδότες, όπως ο Γιάννης Μπασκόζος του Αναγνώστη) ήταν ευρύτερη: Ο μύθος ως επιτέλεση, Ρυθμός – Λέξη – Μουσική, Poetrypolitics, Φυλή – Φύλο – Κοινωνική τάξη, Ελληνογερμανικές γέφυρες, Ψηφιακή λογοτεχνία – Πρακτικές γραφής – Μορφές παρουσίασης.

Ανθολογίες στα γερμανικά

Από όλη αυτή τη ζύμωση, μαγιά της οποίας υπήρξε – καλώς ή κακώς – η ελληνική οικονομική κρίση και η γερμανική αρωγή και εν τέλει εμπλοκή σε αυτήν, έχουν προκύψει και δύο ανθολογίες νέων ελληνικών ποιημάτων στα γερμανικά: η πρώτη από τον ποιητή κι εκδότη Adrian Kasnitz («Μικρά ζώα επί σφαγή», εκδ. parasitenpresse, 2017), και η δεύτερη (και πιο φιλόδοξη) από την ποιήτρια και δοκιμιογράφο Μαρία Τοπάλη («Ποίηση με πείσμα», εκδ. Romiosini, 2018, μεταφραστής εδώ ο εξαίρετος Torsten Israel, σε συνεργασία με το Κέντρο Νεοελληνικών Σπουδών του Ελευθέρου Πανεπιστημίου Βερολίνου).

Τα ονόματα των ελλήνων ποιητών της βερολινέζικης εβδομάδας: Δημήτρης Αλλος, Βασίλης Αμανατίδης, Ορφέας Απέργης, Φοίβη Γιαννίση, Λένια Ζαφειροπούλου, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ναταλία Καραγιάννη, Δήμητρα Κατιώνη, Jazra Khaleed, Kyoko Kishida (έλληνες κι αυτοί, με ψευδώνυμα!), Λίλη Μιχαηλίδη, Γεράσιμος Μπέκας, Γιάννα Μπούκοβα, Ιορδάνης Παπαδόπουλος, Νίνα Ράπη, Μαρία Τοπάλη, Γιώργος Χαντζής. Και οι γερμανοί και γερμανόφωνοι: Dirk-Uwe Hansen, Kai Pohl, Dalibor Marković, Lilly Jäckl, Adrian Kasnitz, Jochen Schmidt, Jan Wagner, Daniel Falb, Norbert Lange, Brigitte Oleschinski, Monica Rinck, Anja Utler, Ron Winkler, Barbara Köhler κ.ά.

Δεν θα τους κρίνω εδώ – τουλάχιστον για τους έλληνες ποιητές θα έχουμε πολλά να πούμε σε προσεχή σημειώματα. Πάντως τα θέματα ήταν πολλά, με όλους τους τρόπους του μεταμοντέρνου εκλεκτικισμού, από τη μη χωνεμένη συνθηματο-ποίηση του τύπου «Εμπιστευθείτε τα γονίδια όλα τ’ άλλα είναι σαχλαμάρες […] Φτιάξτε ένα αιώνιο μνημείο για την αίγλη του προγραμματισμού σας» (Kai Pohl) ή την «Υπόθεση εργασίας: Η πολιτισμική άνοια του Ελληνισμού» (Γεράσιμος Μπέκας) – που ως μη χωνεμένη ποίηση δεν τη χωνεύω κι εγώ – έως τον λυρικά αφομοιωμένο (και άρα ποιητικά πολύ δραστικό) προβληματισμό του Αμανατίδη, που απαντάει στην Barbara Köhler όταν εκείνη εγκαταλείπει το project του Χρέους: «Με τα χρόνια έχω μάθει να εγκαταλείπομαι. Οι όροι του παιχνιδιού όχι».

Μέσα από όλους αυτούς τους ποιητές – κι άλλους τόσους, κι άλλους τόσους – η Ελλάδα ως Ευρώπη (και η Ευρώπη ως Ελλάδα) συνεχίζουν να παλεύουν να μην υποκύψουν. Και θαρρώ ότι ποτέ δεν θα υποκύψουν όσο βλέπουνε τα σημάδια της διαίρεσης που άφησε πάνω στο σώμα του Βερολίνου η έχθρα για τον άλλο, η «αξενία», του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Ενα τείχος – φαντάσου! – καταμεσής στο Βερολίνο. Αυτό σκέφτεσαι καθώς περπατάς μέσα στη νέα αρχιτεκτονική εποποιία της πόλης και νιώθεις ότι, όπως και να ‘χει, συνεχίζουμε – όχι χωρίς θυσίες, όμως συνεχίζουμε. Συνεχίζουμε όσο τραγουδάμε και ξανατραγουδάμε και φτιάχνουμε τα κοινά μας τραγούδια, το μόνο μας όπλο απέναντι στον όποιο δεσποτικό ετεροκαθορισμό.