Η αυξανόμενη ισχύς και αυτοπεποίθηση της Κίνας τροφοδοτούν συνεχώς την παγκόσμια συζήτηση για το «πού το πάει ο ασιατικός γίγαντας». Διαβάζουμε σχεδόν καθημερινά ειδήσεις για την Κίνα, ως επί το πλείστον οικονομικές και με όρους κυρίως ποσοτικούς, π.χ. σχετικά με τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης, το ΑΕΠ της χώρας, τα συναλλαγματικά της αποθέματα, το πλεονασματικό της εμπορικό ισοζύγιο, τον όγκο των κινεζικών επενδύσεων ανά την υφήλιο κ.λπ. Ενώ η προσέγγιση αυτή είναι κατανοητή και εν μέρει σωστή, δεν λαμβάνει υπόψη κάποιες λιγότερο ορατές παραμέτρους της εικόνας της Κίνας – πτυχές που δεν μετριούνται με δολάρια ή ευρώ, γιατί σχετίζονται με αντιλήψεις, συναισθήματα, προσδοκίες ή ανησυχίες.

Κάπως έτσι είναι τα πράγματα και στην Ελλάδα. Μέχρι πρόσφατα, η συζήτηση για τις ολοένα και στενότερες σχέσεις Αθήνας – Πεκίνου εστιαζόταν κυρίως στο θέμα των κινεζικών επενδύσεων στην Ελλάδα. Η παρουσία της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά πράγματι συνιστά σημαντική επένδυση, στην οποία αναφέρονται πολύ συχνά τόσο ελληνικά όσο και διεθνή ΜΜΕ. Ωστόσο καλύπτονται σε πολύ περιορισμένο βαθμό οι απόψεις των Ελλήνων για την Κίνα, η στάση τους και οι προσδοκίες τους.

Το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ) εξέδωσε πρόσφατα μια μελέτη η οποία επιδιώκει να φωτίσει τις λιγότερο ορατές πτυχές των ελληνοκινεζικών σχέσεων μέσα από την εικόνα της Κίνας. Η ομάδα του ΙΔΟΣ χρησιμοποίησε πλήθος πηγών, μεταξύ των οποίων 43 έρευνες της ελληνικής κοινής γνώμης, περίπου 1.400 άρθρα διαθέσιμα στις ιστοσελίδες 10 ελληνικών ΜΜΕ από το 2008 έως τα μέσα του 2018 και επιστημονικά δημοσιεύματα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες σχετικά με την εικόνα της Κίνας.

Εκτός από το θέμα των κινεζικών επενδύσεων στην Ελλάδα, την τελευταία διετία οι ελληνοκινεζικές σχέσεις έχουν προσλάβει κι άλλες διαστάσεις στους τομείς της πολιτικής ή/και πολιτιστικής συνεργασίας. Η εξέλιξη αυτή έχει εξάψει το ενδιαφέρον των διεθνών ΜΜΕ και διατυπώνονται πολλές υποθέσεις για το πού οδηγεί το ελληνοκινεζικό «ρομάντσο».

Τον Ιούλιο του 2016 η Ελλάδα διαφοροποιήθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών-μελών της ΕΕ, τα οποία υποστήριξαν την απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου της Χάγης κατά του Πεκίνου για τη διαμάχη με τις Φιλιππίνες στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Εναν χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 2017, η Αθήνα εναντιώθηκε στην έκδοση δήλωσης της ΕΕ για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα. Τον Ιούνιο του 2018 ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δήλωσε ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να προσχωρήσει στους 16+1, μια πλατφόρμα συνεργασίας της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης με την Κίνα, η οποία όμως αντιμετωπίζεται με καχυποψία και ενόχληση από την ΕΕ. Προς το παρόν, η Ελλάδα διατηρεί το στάτους του παρατηρητή στην άτυπη αυτή ομάδα. Τον Αύγουστο του 2018, τέλος, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς υπέγραψε με τον κινέζο ομόλογό του διμερές μνημόνιο συνεργασίας στο πλαίσιο του Νέου Δρόμου του Μεταξιού και η Ελλάδα έγινε η πρώτη χώρα-μέλος της ΕΕ που στηρίζει με τόσο επίσημο τρόπο την εμβληματική πρωτοβουλία του Πεκίνου.

Πλήθος δραστηριοτήτων, τόσο διμερείς όσο και πολυμερείς, υπάρχουν και στον τομέα της πολιτιστικής συνεργασίας. Τον Απρίλιο του 2017 η Αθήνα φιλοξένησε την πρώτη Υπουργική Διάσκεψη δέκα κρατών που συμμετέχουν στο λεγόμενο «Φόρουμ Αρχαίων Πολιτισμών» (Ancient Civilizations Forum). Η συνάντηση αυτή σηματοδότησε την επίσημη σύσταση του Φόρουμ και, εκτός από την Ελλάδα και την Κίνα, συμμετέχουν επίσης η Αίγυπτος, η Βολιβία, η Ινδία, το Ιράκ, το Ιράν, η Ιταλία, το Μεξικό και το Περού. Η δεύτερη διάσκεψη έλαβε χώρα τον Ιούλιο 2018 στη Βολιβία.

Τα κυριότερα ευρήματα ως προς την εικόνα της Κίνας στην Ελλάδα συνοψίζονται ως εξής:

1)      Σε γενικές γραμμές, οι Ελληνες διάκεινται φιλικά απέναντι στην Κίνα και αυτή η θετική στάση τούς διαφοροποιεί από αρκετές ευρωπαϊκές/δυτικές χώρες (συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και του Καναδά).

2)      Ταυτόχρονα η εικόνα της Κίνας στην Ελλάδα περιέχει κάποιες σημαντικές αντιφάσεις. Π.χ. η πλειοψηφία των Ελλήνων δεν θεωρεί το πολίτευμα της Κίνας δημοκρατικό και είναι ενήμερη για τις δυσκολίες σχετικά με τις συνθήκες εργασίας και την ποιότητα ζωής στην ασιατική χώρα. Ωστόσο, εναποτίθενται ελπίδες στις διμερείς οικονομικές σχέσεις, με προεξάρχουσα την προσδοκία για τόνωση της απασχόλησης μέσω κινεζικών επενδύσεων στην Ελλάδα.

3)      Αντιφατική είναι και η αντίληψη πως η αυξανόμενη ισχύς του Πεκίνου αποτελεί απειλή για την ΕΕ, αλλά όχι για την Ελλάδα, ωσάν η χώρα μας να μην είναι μέλος της ΕΕ. Επιπροσθέτως, η πλειοψηφία των Ελλήνων τάσσεται κατά της παγκοσμιοποίησης και της ΕΕ ως ασπίδας, ενώ παράλληλα πολλοί συμπολίτες μας περιμένουν βοήθεια από την Κίνα, που έχει ωφεληθεί στο έπακρο από την παγκοσμιοποίηση.

4)      Τονίζεται ότι η περίοδος 2008-2018 συμπίπτει με την οικονομική και κοινωνική κρίση που μαστίζει τη χώρα μας, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό εξηγεί την εξέλιξη των ελληνοκινεζικών σχέσεων. Η έκθεση αναλύει τους λόγους για τους οποίους η έντονα ευρωσκεπτικιστική στάση στην Ελλάδα μεταφράζεται σε πολιτικό κενό, το οποίο φαίνεται να γεμίζει η Κίνα χάρη στην προσδοκία ότι μπορεί να αποτελέσει εναλλακτικό σύμμαχο και πηγή επενδυτικών κεφαλαίων.

5)      Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το εύρημα ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συμπολιτών μας υποστηρίζει την ελληνοκινεζική πολιτιστική συνεργασία χάρις στην ένδοξη ιστορία των δύο χωρών. Ωστόσο, ενώ οι Κινέζοι είναι λάτρεις και γνώστες της ελληνικής αρχαιότητας, είναι αμφίβολο κατά πόσο η ελληνική κοινωνία είναι ενημερωμένη για την ιστορία της Κίνας.

Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ). Ο Αγγελος Μπέντης είναι ερευνητής στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ).