Οι προτάσεις του Πρωθυπουργού για τη συνταγματική αναθεώρηση παρέχουν επιτέλους – παρά τη μεγάλη καθυστέρηση και την αδικαιολόγητα πολωτική εκφορά τους – μια βάση για να ξεκινήσει η σχετική συζήτηση. Ωστόσο, επί της ουσίας, κάθε άλλο παρά στοιχειοθετούν μια ολοκληρωμένη και συνεκτική προοδευτική συνταγματική πολιτική, όντας εν πολλοίς, κατά την άποψή μου, αφενός μεν αποσπασματικές και άτολμες, αφετέρου δε ελλιπείς (σε σημείο που να απορεί κανείς γιατί χρειάστηκε τόσο μακρά κυοφορία…).

Α. Ας ξεκινήσουμε – κατ’ ανάγκην τηλεγραφικά – από τις προτάσεις:

1. Η καθιέρωση αναλογικού εκλογικού συστήματος στο Σύνταγμα, με ταυτόχρονη καθιέρωση της εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας, είναι θεσμικά μάλλον αδιάφορη, διότι στη μεταπολιτευτική περίοδο ούτε παράδοση πλειοψηφικού συστήματος υπάρχει, αλλά ούτε και η ισχύουσα πρόταση δυσπιστίας προκάλεσε έως τώρα πτώση κυβέρνησης.

2. Η συναινετική εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας δεν έχει νόημα αν δεν συνοδεύεται από μια συνολικότερη αποκατάσταση του ρυθμιστικού ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτό θα σήμαινε αναβάθμιση μεν των αρμοδιοτήτων του (π.χ. μεγαλύτερη ευχέρεια ως προς τον διορισμό μετεκλογικής κυβέρνησης, σύγκληση Συμβουλίου Αρχηγών υπό την προεδρία του, διάγγελμα χωρίς κυβερνητική κηδεμονία, έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων και των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου κ.ά.τ.) αλλά χωρίς την επαναφορά αυτών που αποτελούσαν, πριν από την αναθεώρηση του 1986, θεσμικό πειρασμό δυαρχίας (ιδίως: παύση της κυβέρνησης, διάλυση της Βουλής για λόγους «προφανούς δυσαρμονίας» και «κύρωση» των νόμων). Για έναν τέτοιο Πρόεδρο το ζητούμενο είναι όντως η επίτευξη της ευρύτερης δυνατής πολιτικής νομιμοποίησης. Αρα οι αλλεπάλληλες ψηφοφορίες (κατά το πρότυπο της Ιταλίας) έχουν νόημα, αλλά με ιδιαίτερη προσοχή, για να αποφευχθεί γελοιοποίηση της όλης διαδικασίας (και πάντως χωρίς την εναλλακτική της άμεσης εκλογής, που αποτελεί επίσης, υπό τις παρούσες συνθήκες, θεσμικό πειρασμό δυαρχίας).

 3. Η πρόταση ο πρωθυπουργός να είναι οπωσδήποτε βουλευτής είναι μια εντελώς αδικαιολόγητη εμμονή του ΣΥΡΙΖΑ. Οχι μόνον διότι περιορίζει, γενικά, το εύρος του θεσμού της εμπιστοσύνης της Βουλής προς την κυβέρνηση, αλλά και διότι στην εποχή των συμμαχικών κυβερνήσεων, στην οποία εισήλθαμε ανεπιστρεπτί, επιβάλλεται η ευχερέστερη δυνατή αξιοποίηση προσώπων που να μπορούν να διασφαλίσουν τις αναγκαίες συνθέσεις…

4. Η πρόταση να απαιτούνται 3/5 για την ίδρυση νέων ανεξάρτητων Αρχών είναι σωστή, αλλά θα έπρεπε να συμπληρωθεί με μια ασφαλιστική δικλίδα, σε περίπτωση αδυναμίας εκλογής της ηγεσίας τους με 4/5 (π.χ. εκλογή από τον Πρόεδρο, μετά την πάροδο του εύλογου χρόνου). Επίσης επιβάλλεται ο τρόπος αυτός εκλογής να εφαρμοσθεί και για την ηγεσία της ΕΡΤ, για ευνόητους λόγους. Τέλος, θα ήταν ορθότερο να συγχωνευθούν οι ανεξάρτητες Αρχές που προβλέπονται στα άρθρα 9Α (προστασία προσωπικών δεδομένων) και 19 (προστασία απορρήτου ανταποκρίσεων).

5. Η πρόταση για εμπλουτισμό του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος με μορφές άμεσης συμμετοχής είναι κατ’ αρχήν θετική. Απαιτείται όμως πολύ μεγάλη προσοχή, ιδίως ως προς τα δημοψηφίσματα (με δεδομένο, μάλιστα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει βεβαρημένο παρελθόν…). Κυρίως απαιτείται να τεθούν συγκεκριμένοι περιορισμοί ως προς τον επιτρεπόμενο αριθμό τους, κατά βουλευτική περίοδο, αλλά και αυστηρές εγγυήσεις τόσο ως προς τα ίδια τα ερωτήματα (π.χ. να μην αφορούν περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων και διαχείριση ευαίσθητων εθνικών θεμάτων) όσο και ως προς τη διατύπωσή τους.

6. Η πρόταση για την ευθύνη υπουργών είναι μεν αναμενόμενη – καθώς πανθομολογείται πλέον η αποτυχία του άρθρου 86 – αλλά δεν υιοθετεί μια πράγματι ριζική αντιμετώπιση, που δεν είναι άλλη από την ανάθεση της όλης διαδικασίας αποκλειστικά και μόνο στη δικαστική εξουσία (με ειδικές πάντως εγγυητικές ρυθμίσεις, ως προς το δικαστικό όργανο που θα αποφασίζει την παραπομπή υπουργών σε δίκη, ώστε να αποφευχθούν καταχρηστικές παρεκτροπές).

7. Θετική είναι επίσης και η εξαγγελία για ενίσχυση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, τα οποία πράγματι δοκιμάσθηκαν έντονα κατά την περίοδο της κρίσης. Ωστόσο, οι σχετικές – αρκετά αόριστες προς το παρόν – προτάσεις δεν εμπεριέχουν τη μείζονα, κατά την άποψή μου, επιβαλλόμενη συνταγματική τροποποίηση: την κατοχύρωση του «εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης», που θα προσδώσει συγκεκριμένη δεσμευτικότητα στα επί μέρους κοινωνικά δικαιώματα.

8. Τέλος, εξαιρετική ατολμία δείχνει και η θέση του Πρωθυπουργού για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας. Αντί να προτείνει μια ολοκληρωμένη συνταγματική πολιτική χωρισμού τους, όπως θα άρμοζε σε ένα κόμμα της «ριζοσπαστικής» Αριστεράς, αρκείται σε κάποιες άνευρες και άκρως συμβιβαστικές εξαγγελίες για θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους. Και αυτές βέβαια συνιστούν κάποια πρόοδο, σε σχέση με το σημερινό καθεστώς (το οποίο, θυμίζω, οδήγησε πρόσφατα, με επίκληση του άρθρου 3 περί «επικρατούσας θρησκείας», σε μια πολλαπλά μεθοδευμένη και όζουσα θεοκρατίας απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας). Ωστόσο, θα έπρεπε να αποτελούν την κατάληξη και όχι το έναυσμα της συζήτησης και μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει πεδίο συνεννόησης με τις ψοφοδεείς, απέναντι στην επίσημη Εκκλησία, πολιτικές δυνάμεις…

Οι προτάσεις που δεν έγιναν

Β. Πέρα όμως από τις προτάσεις που έγιναν, αξίζει νομίζω να σχολιασθούν και οι προτάσεις που δεν έγιναν. Αυτές, κατά την άποψή μου, θα έπρεπε να αφορούν:

1. Τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων (με ενδεχόμενη αναβάθμιση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου σε οιονεί Συνταγματικό Δικαστήριο) διότι το σημερινό σύστημα πάσχει πολλαπλώς.

2. Την εκλογή της ηγεσίας των Ανώτατων Δικαστηρίων της χώρας, με στόχο να αποτραπούν τραυματικές εμπειρίες όπως αυτές που ζήσαμε στο πρόσφατο παρελθόν…

3. Την καθιέρωση ενός ειδικού ποσοστού (π.χ. 3%-5%), ως προς τα μέλη της Βουλής που θα μπορούν να συμμετέχουν στην εκτελεστική εξουσία (κατά το πρότυπο της Αγγλίας).

4. Την αντιμετώπιση του φατριασμού στις εξεταστικές επιτροπές (π.χ. με το να υποβάλλεται μόνο ένα πόρισμα, από πρόσωπα υπεράνω κομματικών σκοπιμοτήτων, που θα τα εκλέγουν οι ίδιες με αυξημένη πλειοψηφία).

5. Την ενίσχυση του θεσμικού ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, προκειμένου ιδίως να πραγματωθεί ο ορθός στόχος του αυτοδιοικητικού κινήματος για «αποκέντρωση με Αυτοδιοίκηση».

6. Την εξομοίωση της εκλογιμότητας περιφερειαρχών και δημάρχων και τη δυνητική απονομή, από τον νομοθέτη, πολιτικών δικαιωμάτων (αρχίζοντας από τις αυτοδιοικητικές εκλογές) σε αλλοδαπούς που ζουν και εργάζονται νόμιμα και για μεγάλο διάστημα στη χώρα.

7. Την αλλαγή, τέλος, του άρθρου 16. Αντί ο ΣΥΡΙΖΑ να δίνει καταδικασμένες μάχες οπισθοφυλακής, έχει μια μοναδική ευκαιρία να επιβάλει, από θέση ισχύος, μια πολλαπλά εγγυημένη μετάβαση σε ένα πιο ανοιχτό σύστημα, που θα συμπεριλαμβάνει μόνον αξιόπιστα μη κρατικά και μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια (άρα όχι μεταλλαγμένα ΙΕΚ…), με συγκεκριμένες ακαδημαϊκές προδιαγραφές και αυστηρή εποπτεία.

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών