Ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης έχει το εξαιρετικά χρήσιμο ταλέντο με λίγες λέξεις να επισκιάζει τους πάντες και τα πάντα. Ετσι, από μια συνεδρίαση Κεντρικής Επιτροπής, στην οποία ειπώθηκαν πολλά για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, τη δημοσιότητα κέρδισε η φράση του πως πρέπει να βάλουν «κάποιους» φυλακή για να κερδίσουν τις εκλογές.

Η φράση προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, απολύτως δίκαιες μεν, κάπως ακατανόητες δε όταν υπέκρυπταν έκπληξη και έκαναν λόγο για κάτι «πρωτάκουστο».

Η πλήρης διατύπωση, την οποία αποκάλυψαν τα «Παραπολιτικά», επιβεβαιώνει πως δεν είπε τίποτα που δεν είχαμε ξανακούσει από αυτή την κυβέρνηση. Αν ακτινογραφήσει κάποιος την τοποθέτηση Πολάκη, θα δει να ξεδιπλώνεται η άποψη του ΣΥΡΙΖΑ περί εξουσίας. Αυτή που εκφράζουν κάθε φορά που η Δικαιοσύνη δεν ικανοποιεί τους σχεδιασμούς τους.

Τι είπε ο Πολάκης; Οτι η Δικαιοσύνη πρέπει να επιταχύνει γιατί «κάποιοι» καθυστερούν επίτηδες «κάποιες» υποθέσεις αυτών των «κάποιων» (ακατονόμαστων) που θέλει να βάλει φυλακή ο ΣΥΡΙΖΑ για να ικανοποιήσει το μαλακό υπογάστριο της κοινωνίας στο οποίο βασίζει εδώ και χρόνια την πολιτική δυναμική του. Είναι η δυναμική που χτίστηκε στην άποψη ότι δεν φταίει ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός για την κρίση, αλλά φταίνε η διαφθορά, τα «μαγειρέματα» και «οι πλούσιοι», που αν κάτσουν στο σκαμνί θα λυθούν τα προβλήματά μας. Μια ρητορική που εξυπηρέτησε και τις συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ με τους Ανεξάρτητους Ελληνες και με καραμανλικά στελέχη.

Το ποιος είναι ένοχος στη συριζανελίτικη ρητορεία δεν χρειάζεται να κριθεί από τη Δικαιοσύνη, παρά μόνο για το τυπικό του πράγματος, γιατί το ξέρει ήδη το αλάνθαστο ένστικτο του λαού. Εξάλλου ο λαϊκισμός πατάει πάνω σε πραγματικές αποτυχίες των δημοκρατικών θεσμών (άρα και της Δικαιοσύνης) για να τους υπονομεύσει στη λαϊκή συνείδηση.

Η απάντηση σε αυτή την κριτική δίνεται στο ακριβώς επόμενο δευτερόλεπτο της τοποθέτησης Πολάκη: «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε την ψηλή κουλτούρα», γιατί η θεσμική τάξη πραγμάτων βαφτίζεται μέθοδος υπεκφυγής των «ελίτ».

Κλείνοντας, καταλήγει στο γνωστό συμπέρασμα: «Αν δεν σπάσει αυτή η ιστορία δεν παίρνουμε πραγματική εξουσία σε αυτή τη χώρα. Και ο νοών νοείτω».

Μανία με την εξουσία. Η αντίληψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την κυβέρνηση και διεκδικεί την εξουσία επίσης δεν είναι πρωτάκουστη. Την έχουμε ακούσει και διαβάσει ξανά και ξανά, από τον Νίκο Φίλη, τον Αλέκο Φλαμπουράρη, τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά και τη σύντροφο του Πρωθυπουργού Περιστέρα Μπαζιάνα, στην πολιτική συνέντευξη που είχε δώσει στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Είναι η λενινιστική άποψη ότι το κόμμα πρέπει να ελέγχει τα πάντα στο όνομα του λαού.

Αυτή η εξουσιαστική και εναντίον της αστικής δημοκρατίας φύση του ΣΥΡΙΖΑ είναι γνωστή και παραδεδεγμένη παλαιόθεν. Πριν από τις εκλογές του 2012, ο πρόεδρος του τότε ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας δήλωσε πως αν λάβει τη διερευνητική εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης, δεν θα διερευνήσει «στο ανακτοβούλιο των δανειστών και της διαπλοκής» ούτε θα την παραδώσει, αλλά θα πάει στη Βουλή, με τον λαό στους δρόμους, να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, παρακάμπτοντας το αστικό μας Σύνταγμα γιατί, κατά τον νεαρό ηγέτη, αυτά είναι «τεχνικές λεπτομέρειες». Τρία χρόνια μετά έγινε κυβέρνηση και ταύτισε εαυτόν και κόμμα με το Σύνταγμα.

Ολέθρια σχέση. Η σχέση τους με τη Δικαιοσύνη ήταν, λοιπόν, διακηρυγμένη, μαζί με τον βολονταρισμό τους. Είναι μια κυβέρνηση που λέει ευθέως ότι θέλει να εξουσιάσει και, άρα, να επιβάλει αυτή το δίκιο μέσα σε μια νέα κοινωνική μηχανική.

Είναι η πρώτη κυβέρνηση της οποίας τα μέλη κι ο πρόεδρος έχουν κληθεί τόσες φορές να απαντήσουν αν σέβονται ή όχι την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και τις αποφάσεις της. Είναι επίσης η πρώτη κυβέρνηση εξαιτίας της οποίας έχουν βγει τόσο πολλές ανακοινώσεις από τις δικαστικές ενώσεις, με διαμαρτυρίες που θα θεωρούνταν απλώς ανεπίτρεπτες σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, εκτός βεβαίως αν επιθυμούμε να συγκρινόμαστε με την Ουγγαρία. Μια σύγκριση στην οποία εύκολα παρασύρεται κάποιος, αν θυμηθεί π.χ. τον νόμο Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες και τον έλεγχό του από το ΣτΕ, μια υπόθεση που σημαδεύτηκε από τον εκβιασμό ενός δικαστή με τη δημοσίευση προσωπικών τηλεφωνημάτων του από ιστότοπο γνωστό για την «ευαισθησία» του στα προσωπικά δεδομένα και τις υποκλοπές.

Αυτό που δεν λένε – κι αποτυγχάνει να το επικοινωνήσει με εύληπτο τρόπο η αντιπολίτευση – είναι πως στο πολίτευμα που έχουμε από το 1974 κανένα κόμμα και καμία κυβέρνηση δεν έχουν την εξουσία. Δεν υπάρχει καν μια εξουσία, αυτή μας τελείωσε μαζί με τα καθάρματα της Ιστορίας και τους μονάρχες «ελέω Θεού». Στη Μεταπολίτευση, που έχει τόσο λοιδορήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, την εξουσία τη σπάσαμε σε κομμάτια που το ένα ελέγχει λιγότερο ή περισσότερο το άλλο, εκχωρήσαμε μέρη της σε υπερεθνικούς οργανισμούς και ανεξάρτητες Αρχές. Είναι τα λεγόμενα «θεσμικά αντίβαρα» που έχουν κρατήσει τη χώρα στο δημοκρατικό τόξο παρά τις απόψεις διάφορων κατά φαντασίαν Ροβεσπιέρων.