Είναι προφανές ότι διανύουμε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, με απώτερο χρόνο διενέργειας των βουλευτικών εκλογών τον Οκτώβριο του 2019.

Η πρακτική των προεκλογικών υποσχέσεων, που συνήθως βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τις μετεκλογικές επιλογές, είναι ένα φαινόμενο διαχρονικό και βεβαίως όχι μόνο ελληνικό.

Είναι μια από τις βασικές αιτίες της απαξίωσης της πολιτικής και των πολιτικών, η οποία διευρύνεται όλο και περισσότερο, μεταξύ των πολιτών.

Στην Ελλάδα του 2018 όμως, δεν είναι αυτή η μεγαλύτερη επίπτωση στην πορεία της χώρας για τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Η παροχολογία, η οποία συνοδεύεται από την ψευδαίσθηση ότι μπορούμε πλέον να κάνουμε ως χώρα ό,τι θέλουμε, αφού βγήκαμε από τα Μνημόνια, είναι μια επικίνδυνη πρακτική που μπορεί να μας οδηγήσει σε νέα Μνημόνια με πολύ δυσμενέστερους όρους από τα προηγούμενα.

Είναι σαφές ότι η χώρα, μέσα από τις μεγάλες θυσίες του ελληνικού λαού, πέτυχε σημαντικούς στόχους κυρίως σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική της προσαρμογή.

Υπήρξαν όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης αποφάσεις και μέτρα ιδιαίτερα επώδυνα, με τα οποία ανατράπηκε και μάλιστα βίαια ο προγραμματισμός ζωής και το βιοτικό επίπεδο για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών.

Είναι επομένως επιβεβλημένο να αναζητηθούν και να εφαρμοστούν μέτρα ανακούφισης και θεραπείας νέων αδικιών που δημιουργήθηκαν όλη αυτή την περίοδο. Κυρίως όμως μέτρα που μας βγάζουν από τον φαύλο κύκλο της κρίσης και της παραπέρα φτωχοποίησης.

Μέτρα όπως η μη περικοπή των συντάξεων, η διεύρυνση του επιδόματος αλληλεγγύης, η μείωση των φορολογικών συντελεστών, του ΕΝΦΙΑ, της έμμεσης φορολογίας κ.λπ. είναι όλα μέτρα καλά, με την προϋπόθεση ότι μπορούν να εφαρμοστούν και να διατηρηθούν και μετά τις εκλογές.

Αυτό δεν μπορεί δυστυχώς να διασφαλιστεί εάν τα υπέρογκα πρωτογενή πλεονάσματα συνεχίσουν να στηρίζονται στην υπερφορολόγηση και όχι στην ανάπτυξη, στις επενδύσεις, στην ενίσχυση της απασχόλησης, στην παραγωγή νέου πλούτου.

Και επειδή αυτό το αφήγημα και κυρίως το σχέδιο δεν υπάρχει, η αίσθηση είναι ότι σε έναν μεγάλο βαθμό οι υποσχέσεις και η παροχολογία εξυπηρετούν προεκλογικές σκοπιμότητες και δεν αποτελούν μέρος ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για τη μετά τα Μνημόνια εποχή.

Επειδή στο Μνημόνιο μπήκαμε γιατί στερηθήκαμε, επί της ουσίας, του δικαιώματος δανεισμού από τις αγορές, οι οποίες και θα μας κρίνουν για νέα πρόσβαση στον δανεισμό που είναι αναγκαίος, δεν θα πρέπει να δίνουμε την εντύπωση ότι είμαστε μια χώρα η οποία δεν διδάχθηκε από τα λάθη της.

Από τα λάθη εκείνα που μας οδήγησαν στα Μνημόνια και στην οκτάχρονη περιπέτεια.

Δεν υπάρχουν πλέον τα περιθώρια, ούτε για την κυβέρνηση, που σέρνει πρώτη τον χορό, ούτε για την αντιπολίτευση, να επαναλάβουν πρακτικές του παρελθόντος, με τον κίνδυνο ορατό, να πάνε χαμένες οι θυσίες και να ξεκινήσουμε από την αρχή.