Τα στοιχεία που ήρθαν στο φως σοκάρουν. Το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας λαμβάνει πλέον ακραίες διαστάσεις και θεωρείται μη αναστρέψιμο από τους επιστήμονες. Σύμφωνα με έκθεση της ειδικής επιστημονικής επιτροπής που συνδράμει το έργο της Βουλής, μέχρι το 2035 ο πληθυσμός της χώρας αναμένεται να έχει μειωθεί από 0,45 έως και 1,4 εκατ. ανθρώπους ενώ το 2050 υπολογίζεται ότι θα υπάρχουν έως και 2,5 εκατ. λιγότεροι Ελληνες!

ΤΑ ΑΙΤΙΑ. Η συρρίκνωση του πληθυσμού, λόγω υπογεννητικότητας και γήρανσης, ξεκίνησε από το 2000 και αναμένεται να συνεχιστεί μέχρι και το 2050. Αν, μάλιστα, την περίοδο 1991 – 2000 η Ελλάδα δεν είχε δεχτεί αυξημένο κύμα μετανάστευσης, κυρίως από την Αλβανία και από άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, σήμερα δεν θα είχε πληθυσμό μεγαλύτερο από αυτόν του 1990. Χωρίς εκείνους, ακόμη και το φυσικό ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων της περιόδου 2004 – 2017 θα ήταν σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο φτάνοντας το 318.000, από το 113.000 που είναι σήμερα.

Οι συντάκτες της έκθεσης καταλήγουν σε ένα συμπέρασμα άκρως ανησυχητικό: Η μείωση του μόνιμου πληθυσμού δεν πρόκειται να ανακοπεί υπό οποιαδήποτε σενάρια ώς το 2050! Μια χώρα όπου η οικογένεια δεν ενισχύεται από την πολιτεία (κατάσταση που επιδεινώθηκε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης) αντιμετωπίζει πλέον κατάματα τον κίνδυνο της συρρίκνωσης με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομική και πνευματική ζωή του τόπου.

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, από το 2011 ώς το 2017 ο πληθυσμός μας μειώνεται διαρκώς, γεγονός που οφείλεται στο ότι για πρώτη φορά στη μεταπολεμική Ιστορία της χώρας τόσο το φυσικό όσο και το μεταναστευτικό ισοζύγιο είναι αρνητικά, κάτι που συμβαίνει παρά την εγκατάσταση περίπου 235.000 προσφύγων στη χώρα μας την επταετία 2011 – 2017. Οι γεννήσεις, σε αντίθεση με τους θανάτους, μειώνονται ενώ μετανάστες των προηγούμενων δεκαετιών επέστρεψαν στις χώρες προέλευσής τους και πολλοί Ελληνες νεότερων ηλικιών αναζήτησαν καλύτερη ζωή στο εξωτερικό. Κάτω από τον μέσο εθνικό όρο υποκρύπτονται και διαφοροποιήσεις: για παράδειγμα η Δυτική Ελλάδα και η Ανατολική Μακεδονία είναι πολύ πιο γερασμένες από τις υπόλοιπες περιοχές.

Ταυτόχρονα παρατηρείται υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού στις δύο μητροπολιτικές περιοχές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Το 60% του πληθυσμού είναι σήμερα συγκεντρωμένο στο 6% της επιφάνειας της Ελλάδας. Για πρώτη φορά στη δημογραφική Ιστορία μας, σύμφωνα με την έρευνα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο πληθυσμός των ατόμων ηλικίας 0-14 ετών είναι μικρότερος από αυτόν των άνω των 65 ετών. Το 2017 οι 65+ ήταν κατά 800.000 περισσότεροι από τα άτομα ηλικίας έως 14 ετών ενώ συνολικά την περίοδο 1951 – 2001 ο αριθμός τους δεκαπλασιάστηκε. Ακόμη ταχύτερη αύξηση εμφανίζει ο πληθυσμός ηλικίας άνω των 85 ετών.

ΜΕΙΩΣΗ. Οπως επισημαίνεται στην έρευνα, η μείωση του πληθυσμού ηλικίας 15 – 64 ετών θα συρρικνώσει τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό ώς το 2050 κατά 1,1 – 1,7 εκατ. ανθρώπους σε σχέση με το 2015. Το 2015 η ηλικιακή κατηγορία 15 – 64 ετών αποτελούσε το 65% του πληθυσμού και το 2050 αναμένεται να αγγίξει το 56,5% έως 54%. «Η μείωση του πλήθους των ατόμων εργάσιμης ηλικίας στη διάρκεια της επόμενης 35ετίας επιταχύνεται σε όλα τα σενάρια μετά το 2030. Η απρόσκοπτη αυτή μείωση θα επηρεάσει προφανώς και τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, ο οποίος ήταν 4,7 εκατ. το 2015 και πιθανότατα το 2035 θα υπολείπεται αυτού του 2015 κατά 0,5 – 1 εκατ., το δε 2050 κατά 1,1 – 1,7 εκατ. ανθρώπους» αναφέρουν οι επιστήμονες.

Οι γεννήσεις όλο και λιγότερων παιδιών σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία (με μέσο όρο τα 31 έτη) συνθέτουν το σκηνικό που θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα στο μέλλον: εάν τη δεκαετία του ’50 είχαμε 20 σχεδόν γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους, την εικοσαετία 1991 – 2010 έχουμε πλέον μόνον 10 και την επόμενη επταετία δεν αναμένεται να υπερβούν τις 8,5 γεννήσεις.

Αλλωστε η χώρα μας εμφανίζει έναν από τα χαμηλότερους συγχρονικούς δείκτες (παιδιά/γυναίκα) στην ΕΕ. Με 1,33 παιδιά/γυναίκα καταλαμβάνει την 24η θέση, μαζί με την Ισπανία, στο σύνολο των 28 χωρών μετά την Κύπρο, την Πορτογαλία και την Πολωνία. Παρ’ όλες τις τάσεις σύγκλισης σε επίπεδο νομού το 2016 οι διακυμάνσεις γύρω από τον εθνικό μέσο όρο ήταν αξιοσημείωτες, καθώς σε τέσσερις νομούς οι τιμές του δείκτη ήταν <1,15 παιδιά/γυναίκα, ενώ σε δύο υπερέβαιναν τα 1,5 παιδιά. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μείωση του συγχρονικού δείκτη και η αύξηση της ηλικίας τεκνογονίας είναι μία τάση που έχει ξεκινήσει την τελευταία 35ετία και εκφράζεται σε ολόκληρη την Ευρώπη, σε καμία χώρα οι γυναίκες που γεννήθηκαν το 1975 δεν πρόκειται να αναπληρωθούν πλήρως, όμως στην Ελλάδα έχει ενισχυθεί σημαντικά εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Στη χώρα μας παραμένει πολύ χαμηλό σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης το ποσοστό παιδιών εκτός γάμου (περίπου 8%).

ΑΤΕΚΝΙΑ. Αύξηση σημειώνει παράλληλα η ατεκνία, κάτι που σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης δεν αποτελεί επιλογή για την Ελληνίδα, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στη Γερμανία, αλλά απόφαση που υπαγορεύεται από το δυσμενές κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον. Η οικονομική κρίση έχει, άλλωστε, αφήσει σαφές αποτύπωμα στη δημογραφική εικόνα της Ελλάδας: σύμφωνα με την έρευνα, «έχει ήδη επιβραδυνθεί σημαντικά – και σύντομα πιθανότατα θα ανακοπεί – η πρότερη μακροχρόνια τάση αύξησης του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση ενώ πιθανότατα θα μειωθούν και τα χρόνια ζωής σε καλή κατάσταση υγείας πριν από τον θάνατο».