Οσο «φουσκώνουν» τα πολιτικά μέτωπα (οικονομία, ονοματολογικό ΠΓΜΔ, προσέγγιση σε εκλογές), τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες η κυβέρνηση να «τραβήξει το χαρτί» της συνταγματικής αναθεώρησης. Αυτή είναι η φιλοσοφία της παρούσας ομάδας εξουσίας: οι κινήσεις τακτικής πάνω από τους θεσμούς και το Σύνταγμα πιόνι στον κομματικό αγώνα. Η συνταγματική πρωτοβουλία όμως της ανήκει, καθώς και ο χρόνος κίνησής της – παρότι ο σημερινός είναι ο χειρότερος δυνατός: λίγους μήνες πριν από τις εκλογές, σε εποχή μεγάλης έντασης και πόλωσης και με διόλου σοβαρή προεργασία (αλήθεια τι καρπούς απέδωσε η «κάθοδος στον λαό» της άτυπης και νομικά αστήρικτης Επιτροπής που είχε συστήσει το κυβερνών κόμμα;). Εάν επέλθει η μετάβαση από τη θεωρία στην πράξη, δηλαδή στη Βουλή, το βάρος φεύγει από τα νομικά και πάει στην πολιτική: θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις, δύο ανάμεσα στις οποίες είναι, κατά τη γνώμη μου, οι μείζονες.

Η πρώτη έχει να κάνει με την εκ προοιμίου, έναντι δηλαδή της συγκεκριμένης αναθεωρητικής διαδικασίας ως συνόλου, στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης: ενεργός συμμετοχή ή άρνηση συζήτησης; Με δεδομένα, πρώτον, ότι η αναθεώρηση καταστρώνεται από το Σύνταγμά μας ως συναινετική διαδικασία σε δύο φάσεις (στη μία εκ των οποίων απαιτούνται 150 ψήφοι, ενώ στην άλλη 180), άρα η σύμπραξη της αντιπολίτευσης καθίσταται απαραίτητη, και, δεύτερον, ότι, ακριβώς κόντρα στο πνεύμα των θεσμών και της διαδικασίας, η κυβέρνηση λειτουργεί και σε αυτόν τον τομέα μόνη της και με κομματικά κριτήρια, ο πειρασμός της αποχής – «συζητήστε μόνοι σας, δεν συμμετέχουμε στη διαδικασία» – θα μπορούσε να είναι μεγάλος. Θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, λάθος η αντιπολίτευση να υποκύψει σε τέτοιον πειρασμό: θα την εμφάνιζε εκείνη να μη συνεννοείται και θα έβλαπτε την εικόνα του Συντάγματος, αλλά και επιμέρους θεσμούς που μπορούν ενδεχομένως να βελτιωθούν. Συμμετοχή στη συζήτηση, λοιπόν, ακόμα και υποβολή προτάσεων από την αντιπολίτευση, αλλά με στάθμιση της στιγμής και των διατάξεων για τις οποίες θα μπορούσε να δοθεί θετική ψήφος.

Γιατί αυτό είναι το δεύτερο και κρισιμότερο ζήτημα: αλλαγές σε τι έκταση και για ποιον σκοπό; Αν τεθεί εξαρχής αυτό το ερώτημα, και η απάντηση είναι, όπως προσωπικά πιστεύω ότι θα έπρεπε να είναι: «όχι ιδεολογικές και μαξιμαλιστικές αλλαγές», οι επιλογές καθίστανται ευκολότερες και πάντως ευκρινέστερες. Απόκρουση όλων των προτάσεων που είναι είτε μεγαλόστομα «προοδευτικές» (κρατικό μονοπώλιο στα δημόσια αγαθά, δημοψηφίσματα για τα πάντα), είτε επικίνδυνες (συνταγματοποίηση απλής αναλογικής, κυβέρνηση περιορισμένης εμπιστοσύνης), είτε θολές (αρμοδιότητες Προέδρου της Δημοκρατίας και έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων, όπως προτείνονται από την πλειοψηφία). Μια λιτή και ουσιαστική αναθεώρηση δεν θα έπρεπε, πιστεύω, να οδηγήσει σε περισσότερες από τα δάχτυλα των χεριών αλλαγές. Μεταξύ αυτών αναφέρω την αναμόρφωση της ευθύνης των υπουργών, τη μη διάλυση Βουλής για εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, την κατάργηση υπερβολικών προνομίων βουλευτών και δικαστών, τη δυσχέρανση πρόωρης διάλυσης της Βουλής. Δύο χρήσιμες τομές, διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας και άνοιγμα υπό προϋποθέσεις στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, θα έπεφταν θύματα της βιασύνης και της έλλειψης συναίνεσης. Σε κάθε περίπτωση, η συζήτηση θα πρέπει να αναδείξει τα κίνητρα της κυβέρνησης και τη σημασία των θεσμών, μη δίνοντας θετική ψήφο σε τίποτα που δεν ενδυναμώνει τη δημοκρατία.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος