Το δημοψήφισμα στην ΠΓΔΜ για τη συμφωνία των Πρεσπών έχει προφανείς επιπτώσεις για την πορεία της επίλυσης του ονοματολογικού προβλήματος και τις πολιτικές εξελίξεις σε Αθήνα και Σκόπια. Αξίζει όμως να εξετάσουμε και τις επιπτώσεις του στην ευρωπαϊκή πολιτική εν γένει και τη σχέση της ΕΕ με τα Δυτικά Βαλκάνια.

Το πρώτο συμπέρασμα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος είναι ότι η ΕΕ παραμένει ένα μη-ελκυστικό, αν όχι τοξικό, πολιτικό προϊόν. Το ερώτημα που τέθηκε στους πολίτες της ΠΓΔΜ ήταν αν επιθυμούν τη μελλοντική ένταξή τους στην ΕΕ (και στο ΝΑΤΟ) με την αλλαγή του ονόματος της χώρας ως προϋπόθεση αυτής. Ο Ζάεφ ήλπιζε ότι η προοπτική ένταξης στην ΕΕ θα έπειθε τους εκλογείς του να στηρίξουν τη συμφωνία. Οπως φάνηκε, έκανε λάθος.

Κάποιοι ευρωπαίοι παρατηρητές έσπευσαν να αποδώσουν το αποτέλεσμα στις ιδιαιτερότητες των Βαλκανίων. Οι ελίτ της ΕΕ όμως καλό θα ήταν να συνειδητοποιήσουν ότι το δημοψήφισμα στην ΠΓΔΜ δεν ήταν εξαίρεση, αλλά η πολλοστή περίπτωση που η Ευρώπη κρίθηκε, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, στην κάλπη και έχασε. Οταν η ΕΕ φτάνει να υφίσταται ήττα όχι μόνο π.χ. στη Μεγάλη Βρετανία αλλά ακόμα και στη μικρή, φτωχή και ασταθή ΠΓΔΜ, θα πρέπει να επανεξετάσει πολλά πράγματα για τις πολιτικές και την πορεία της.

Σε συμβολικό επίπεδο επομένως, η ΕΕ, και ιδιαίτερα η διπλωματική της ηγεσία, υπέστη έναν διασυρμό στην ΠΓΔΜ. Αυτό έχει όμως συνέπειες και στο πρακτικό επίπεδο, αφού κατέδειξε τα αδιέξοδα της πολιτικής διεύρυνσης στα Δυτικά Βαλκάνια. Το βασικό πρόβλημα είναι η δυσανεξία των λαών της περιοχής τόσο με την ΕΕ, της οποίας η εικόνα έχει φθαρεί μετά τις κρίσεις του ευρώ και του Προσφυγικού, όσο και με τις συνεργαζόμενες με αυτήν τοπικές ελίτ, οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό διεφθαρμένες και αυταρχικές. Παρόλη την ιδιαιτερότητα της περίπτωσης της ΠΓΔΜ, η νίκη της αποχής – ακόμα και μεταξύ των αλβανόφωνων, όπως δείχνουν τα πρώτα στοιχεία – συμφωνεί με αυτή την εικόνα αποξένωσης των λαών από το σύμπλεγμα εξουσίας ΕΕ – τοπικών ελίτ την οποία σχετικές έρευνες έχουν και σε άλλες χώρες της περιοχής.

Οι ηγεσίες αυτών των χωρών μπορεί επομένως να μη βρουν ποτέ την αναγκαία λαϊκή υποστήριξη για μεταρρυθμίσεις και συμβιβασμούς προκειμένου να ικανοποιήσουν τα απαιτητικά κριτήρια ένταξης. Ενόψει αυτού, η ΕΕ πρέπει να αρχίζει να εξετάζει την εναλλακτική ενός πιο χαλαρού πλαισίου συνεργασίας με τα Βαλκάνια, με έμφαση σε πολιτικές στρατηγικού χαρακτήρα (π.χ. ενέργεια) και με μια μεταβλητή γεωμετρία σχέσεων ανάλογα με τις δυνατότητες του κάθε κράτους στην περιοχή. Οσο ευγενής και αν είναι ο στόχος της ένταξης των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ, τα όρια της διεύρυνσης, όπως και της ευρωπαϊκής ενοποίησης εν γένει, πρέπει να είναι πάντα τα όρια που θέτουν οι δημοκρατικές διαδικασίες. Ισως οι δυνατότητες των ελίτ τόσο των Βαλκανίων όσο και της ΕΕ να μην αρκούν σήμερα για κάτι περισσότερο από την οικοδόμηση, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, μιας ευέλικτης στρατηγικής σχέσης.

Ο Αγγελος Χρυσόγελος είναι ερευνητής στο Weatherhead Center του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ